The Silent Suppers: The Fifth
Η Μέιβ στήριξε στους ώμους της τον Ντόναχα και τον βοήθησε να περπατήσει μέχρι το τραπέζι. Έπεσε βαρύς επάνω της και το σπασμένο πόδι του δε θα λειτουργούσε για μέρες ακόμα, μα δεν αγκομαχούσε· κι εκείνος προσπάθησε πολύ να δουλέψει το άλλο του πόδι για να μην την ταλαιπωρήσει πολύ. Δε μπορούσε να της μιλήσει, δε μπορούσε να την κοιτάξει με κατανόηση, αλλά η Μέιβ το καταλάβαινε πως προσπαθούσε πολύ να μην την ταλαιπωρήσει. Όχι απόψε· ειδικά απόψε.
Ο Ντόναχα δε σηκωνόταν ποτέ για δείπνο· ούτε όταν όλα του τα άκρα λειτουργούσαν σωστά. Τον τάιζε στο κρεβάτι, μετά το καθημερινό του μπάνιο – κρύο τις περισσότερες φορές, γιατί δε μπορούσαν πάντα να ξοδεύουν ξύλα για να το ζεστάνουν, αλλά δεν παραπονιόταν· όχι ότι μπορούσε να παραπονεθεί, αλλά η Μέιβ ήξερε πότε έσφιγγε ανεπαίσθητα τα χείλη του, όταν κάτι δεν του άρεσε. Και το καλό της παιδί δεν έσφιγγε ποτέ τα χείλη του με το μπάνιο, ακόμα κι όταν το παγωμένο νερό, ανακατεμένο με παλιό σαπούνι και λάδι, έπεφτε πάνω του σα δεκάδες καρφίτσες. Ήταν η μόνη ώρα της ημέρας, που οι δυο τους μπορούσαν να είναι μαζί και ήρεμοι, να αγκαλιαστούν ανενόχλητοι και χωρίς φόβο, να του τραγουδήσει όσα νανουρίσματα της είχε μάθει η μάνα της, να τη σκουντάει ελαφρά και να τη χαιδεύει άγαρμπα στο πρόσωπο με τα μισερά του χέρια, κοιτώντας χαμογελαστός το κενό.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο και η ιερή φλόγα από τη γιορτή του Σάουιν έκαιγε στο τζάκι. Η Μέιβ κοίταξε τις δύο παλιές καρέκλες στα πλάγια του και την καλογυαλισμένη πολυθρόνα με τα καινούρια μαξιλάρια στην κορυφή. Το βλέμμα της ζάρωσε· τα είχε αφήσει όλα όπως πάντα, από συνήθεια. Στήριξε τον Ντόναχα στην άκρη του τραπεζιού, κλώτσησε την καρέκλα του στην άκρη του δωματίου, άρπαξε την πολυθρόνα και την έβαλε στην πλευρά του. Τον έβαλε να κάτσει αναπαυτικά και έστρωσε τα μαξιλάρια στην πλάτη του.
Κοίταξε το κρεβάτι της. Πήρε τα δύο φουσκωμένα μαξιλάρια δίπλα από τα λιωμένα δικά της και τα έβαλε στο πάτωμα, για να ακουμπήσει ο γιος της το σπασμένο του πόδι. Στάθηκε, για μια στιγμή, και τον παρατήρησε περήφανη. Και ύστερα, έκατσε απέναντί του και σέρβιρε το φαγητό.
Γέμισε το πιάτο της με μπουκιές από όλα όσα είχε φτιάξει – και είχε φτιάξει το πιο πλούσιο γεύμα· τέτοια ποικιλία είχε να δει από το γάμο της. Έβαλε και κάμποσους μεζέδες στο πιάτο του Ντόναχα· δεν ήθελε να νιώθει ότι έτρωγε μόνη, ειδικά απόψε, ακόμα κι αν τον είχε ήδη ταίσει από πριν για να πάρει τα φάρμακά του. Ο καλός της γιος χασκογέλασε κοιτώντας το κενό και κούνησε χαρούμενα τα χέρια του. Η Μέιβ χαμογέλασε πλατιά κι εκείνη, χωρίς να τη νοιάζουν διόλου – πρώτη φορά – τα χαλασμένα της δόντια. Το βλέμμα της έπεσε για λίγο στο άδειο πιάτο, στην κορυφή του τραπεζιού. Τεντώθηκε για να το γεμίσει κι αυτό λόγω της ημέρας, μα αμέσως μαζεύτηκε· και συνέχισε να τρώει, προσπαθώντας να το αγνοήσει.
Άνοιξε το μπουκάλι με το ακριβό ποτό, που της έκανε δώρο ο γιατρός στην κηδεία του άντρα της. Νόμισε πως ζαλίστηκε, με τη μυρωδιά του και μόνο· γέλασε πνιχτά, σαν παιδί που ετοιμαζόταν να κάνει σκανταλιά. Αντάλλαξε τη ραγισμένη, ξύλινη κούπα της με το όμορφο, το ακριβό – από φυσητό, πολύχρωμο γυαλί – στην κορυφή του τραπεζιού. Το γέμισε μέχρι πάνω και ήπιε μια γερή γουλιά· τα μάγουλά της κοκκίνισαν σχεδόν αμέσως. Κοίταξε πάλι πλάγια το άδειο πιάτο, αλλά κούνησε το κεφάλι της με το ζόρι για να το αγνοήσει. Έπιασε σφιχτά το ένα χέρι του Ντόναχα και το έτριψε για να το ζεστάνει.
Έφαγε μέχρι που νόμισε πως θα σκάσει. Κοιτούσε χαμογελαστή το γλυκό, καλό της παιδί, που είχε αρχίσει να παίζει με το δικό του φαί και το άπλωνε γύρω από το δικό του πιάτο. Ανασηκωνόταν και του χάιδευε τα χέρια, του τσιμπούσε μαλακά τα μάγουλα, του σήκωνε ελαφρά το πηγούνι μήπως και κατάφερνε να ταιριάξει το περιπλανώμενο βλέμμα του με το δικό της. Πέρασε φευγαλέα τα μάτια της από τις μελανιές στον λαιμό του και το μόνιμο σημάδι δίπλα στο μάτι του· τις χαρακιές και τις ξυλιές στα δικά της χέρια. Τα μέτρησε και τα έγραψε όλα, ένα-ένα στο μυαλό της· ήταν τα τελευταία που είχαν υπομείνει οι δυο τους.
Στην τελευταία της μπουκιά, κοντοστάθηκε. Το πιάτο στην κορυφή του τραπεζιού παρέμενε άδειο· κι αν ήξερε πολύ καλά πως έπρεπε να το γεμίσει, μη και προκαλέσει τον θυμό του Αλλόκοσμου, δε μπορούσε να το κάνει. Δεν ήθελε να το κάνει. Δεν είχε δικαίωμα να μη θέλει να το κάνει; Δεν είχε πληρώσει με όλη της τη ζωή μέχρι τώρα, αυτό το δικαίωμα;
Ξαφνικά, η φλόγα στο τζάκι τρεμόπαιξε και το μικρό σπίτι γέμισε με μια αποπνικτική μυρωδιά από αγιόκλημα και πικροδάφνη. Η Μέιβ κοίταξε με τρόμο το μικρό μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι, που ψέκαζε πάνω του ο άντρας της, κάθε φορά που ετοιμαζόταν να βγει στις ταβέρνες. Χωρίς να σκεφτεί, σηκώθηκε και άρπαξε με την κουτάλα διάφορους μεζέδες για να σερβίρει στο πιάτο του.
Μα ο Ντόναχα, ο γλυκός της γιος, έγειρε το σώμα του πάνω στο τραπέζι και τέντωσε όσο μπορούσε τα χέρια του και άρχισε να τα κουνάει πέρα-δώθε. Κι όταν το δεξί του χέρι άγγιξε το άδειο πιάτο, σταμάτησε να κουνιέται. Σφίχτηκε ολόκληρος και τράβηξε απότομα το χέρι του.
Το πιάτο έφυγε πετώντας προς τον τοίχο και έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Για μια στιγμή, όλος ο κόσμος έμοιαζε να έχει σταματήσει.
Κι ύστερα...
Κι ύστερα.
Ο Ντόναχα τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και χασκογέλασε δυνατά. Κούνησε τα χέρια του, κούνησε το σώμα του, σα να χόρευε κάποιον ακατανόητο, άρρυθμο χορό.
Η Μέιβ άρχισε να γελάει μαζί του. Παράτησε την κουτάλα, χύνοντας όλο το περιεχόμενο πάνω στο καλό τραπεζομάντηλο και έπεσε πίσω γελώντας, όσο δεν είχε γελάσει ποτέ.
Και μετά, κοίταξε προκλητικά το μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι· χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του, σηκώθηκε και πήρε την καρέκλα και το δικό της πιάτο.
Κι έφαγε απολαυστικά την τελευταία της μπουκιά, καθισμένη στην κορυφή του τραπεζιού.
Ο Ντόναχα δε σηκωνόταν ποτέ για δείπνο· ούτε όταν όλα του τα άκρα λειτουργούσαν σωστά. Τον τάιζε στο κρεβάτι, μετά το καθημερινό του μπάνιο – κρύο τις περισσότερες φορές, γιατί δε μπορούσαν πάντα να ξοδεύουν ξύλα για να το ζεστάνουν, αλλά δεν παραπονιόταν· όχι ότι μπορούσε να παραπονεθεί, αλλά η Μέιβ ήξερε πότε έσφιγγε ανεπαίσθητα τα χείλη του, όταν κάτι δεν του άρεσε. Και το καλό της παιδί δεν έσφιγγε ποτέ τα χείλη του με το μπάνιο, ακόμα κι όταν το παγωμένο νερό, ανακατεμένο με παλιό σαπούνι και λάδι, έπεφτε πάνω του σα δεκάδες καρφίτσες. Ήταν η μόνη ώρα της ημέρας, που οι δυο τους μπορούσαν να είναι μαζί και ήρεμοι, να αγκαλιαστούν ανενόχλητοι και χωρίς φόβο, να του τραγουδήσει όσα νανουρίσματα της είχε μάθει η μάνα της, να τη σκουντάει ελαφρά και να τη χαιδεύει άγαρμπα στο πρόσωπο με τα μισερά του χέρια, κοιτώντας χαμογελαστός το κενό.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο και η ιερή φλόγα από τη γιορτή του Σάουιν έκαιγε στο τζάκι. Η Μέιβ κοίταξε τις δύο παλιές καρέκλες στα πλάγια του και την καλογυαλισμένη πολυθρόνα με τα καινούρια μαξιλάρια στην κορυφή. Το βλέμμα της ζάρωσε· τα είχε αφήσει όλα όπως πάντα, από συνήθεια. Στήριξε τον Ντόναχα στην άκρη του τραπεζιού, κλώτσησε την καρέκλα του στην άκρη του δωματίου, άρπαξε την πολυθρόνα και την έβαλε στην πλευρά του. Τον έβαλε να κάτσει αναπαυτικά και έστρωσε τα μαξιλάρια στην πλάτη του.
Κοίταξε το κρεβάτι της. Πήρε τα δύο φουσκωμένα μαξιλάρια δίπλα από τα λιωμένα δικά της και τα έβαλε στο πάτωμα, για να ακουμπήσει ο γιος της το σπασμένο του πόδι. Στάθηκε, για μια στιγμή, και τον παρατήρησε περήφανη. Και ύστερα, έκατσε απέναντί του και σέρβιρε το φαγητό.
Γέμισε το πιάτο της με μπουκιές από όλα όσα είχε φτιάξει – και είχε φτιάξει το πιο πλούσιο γεύμα· τέτοια ποικιλία είχε να δει από το γάμο της. Έβαλε και κάμποσους μεζέδες στο πιάτο του Ντόναχα· δεν ήθελε να νιώθει ότι έτρωγε μόνη, ειδικά απόψε, ακόμα κι αν τον είχε ήδη ταίσει από πριν για να πάρει τα φάρμακά του. Ο καλός της γιος χασκογέλασε κοιτώντας το κενό και κούνησε χαρούμενα τα χέρια του. Η Μέιβ χαμογέλασε πλατιά κι εκείνη, χωρίς να τη νοιάζουν διόλου – πρώτη φορά – τα χαλασμένα της δόντια. Το βλέμμα της έπεσε για λίγο στο άδειο πιάτο, στην κορυφή του τραπεζιού. Τεντώθηκε για να το γεμίσει κι αυτό λόγω της ημέρας, μα αμέσως μαζεύτηκε· και συνέχισε να τρώει, προσπαθώντας να το αγνοήσει.
Άνοιξε το μπουκάλι με το ακριβό ποτό, που της έκανε δώρο ο γιατρός στην κηδεία του άντρα της. Νόμισε πως ζαλίστηκε, με τη μυρωδιά του και μόνο· γέλασε πνιχτά, σαν παιδί που ετοιμαζόταν να κάνει σκανταλιά. Αντάλλαξε τη ραγισμένη, ξύλινη κούπα της με το όμορφο, το ακριβό – από φυσητό, πολύχρωμο γυαλί – στην κορυφή του τραπεζιού. Το γέμισε μέχρι πάνω και ήπιε μια γερή γουλιά· τα μάγουλά της κοκκίνισαν σχεδόν αμέσως. Κοίταξε πάλι πλάγια το άδειο πιάτο, αλλά κούνησε το κεφάλι της με το ζόρι για να το αγνοήσει. Έπιασε σφιχτά το ένα χέρι του Ντόναχα και το έτριψε για να το ζεστάνει.
Έφαγε μέχρι που νόμισε πως θα σκάσει. Κοιτούσε χαμογελαστή το γλυκό, καλό της παιδί, που είχε αρχίσει να παίζει με το δικό του φαί και το άπλωνε γύρω από το δικό του πιάτο. Ανασηκωνόταν και του χάιδευε τα χέρια, του τσιμπούσε μαλακά τα μάγουλα, του σήκωνε ελαφρά το πηγούνι μήπως και κατάφερνε να ταιριάξει το περιπλανώμενο βλέμμα του με το δικό της. Πέρασε φευγαλέα τα μάτια της από τις μελανιές στον λαιμό του και το μόνιμο σημάδι δίπλα στο μάτι του· τις χαρακιές και τις ξυλιές στα δικά της χέρια. Τα μέτρησε και τα έγραψε όλα, ένα-ένα στο μυαλό της· ήταν τα τελευταία που είχαν υπομείνει οι δυο τους.
Στην τελευταία της μπουκιά, κοντοστάθηκε. Το πιάτο στην κορυφή του τραπεζιού παρέμενε άδειο· κι αν ήξερε πολύ καλά πως έπρεπε να το γεμίσει, μη και προκαλέσει τον θυμό του Αλλόκοσμου, δε μπορούσε να το κάνει. Δεν ήθελε να το κάνει. Δεν είχε δικαίωμα να μη θέλει να το κάνει; Δεν είχε πληρώσει με όλη της τη ζωή μέχρι τώρα, αυτό το δικαίωμα;
Ξαφνικά, η φλόγα στο τζάκι τρεμόπαιξε και το μικρό σπίτι γέμισε με μια αποπνικτική μυρωδιά από αγιόκλημα και πικροδάφνη. Η Μέιβ κοίταξε με τρόμο το μικρό μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι, που ψέκαζε πάνω του ο άντρας της, κάθε φορά που ετοιμαζόταν να βγει στις ταβέρνες. Χωρίς να σκεφτεί, σηκώθηκε και άρπαξε με την κουτάλα διάφορους μεζέδες για να σερβίρει στο πιάτο του.
Μα ο Ντόναχα, ο γλυκός της γιος, έγειρε το σώμα του πάνω στο τραπέζι και τέντωσε όσο μπορούσε τα χέρια του και άρχισε να τα κουνάει πέρα-δώθε. Κι όταν το δεξί του χέρι άγγιξε το άδειο πιάτο, σταμάτησε να κουνιέται. Σφίχτηκε ολόκληρος και τράβηξε απότομα το χέρι του.
Το πιάτο έφυγε πετώντας προς τον τοίχο και έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Για μια στιγμή, όλος ο κόσμος έμοιαζε να έχει σταματήσει.
Κι ύστερα...
Κι ύστερα.
Ο Ντόναχα τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και χασκογέλασε δυνατά. Κούνησε τα χέρια του, κούνησε το σώμα του, σα να χόρευε κάποιον ακατανόητο, άρρυθμο χορό.
Η Μέιβ άρχισε να γελάει μαζί του. Παράτησε την κουτάλα, χύνοντας όλο το περιεχόμενο πάνω στο καλό τραπεζομάντηλο και έπεσε πίσω γελώντας, όσο δεν είχε γελάσει ποτέ.
Και μετά, κοίταξε προκλητικά το μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι· χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του, σηκώθηκε και πήρε την καρέκλα και το δικό της πιάτο.
Κι έφαγε απολαυστικά την τελευταία της μπουκιά, καθισμένη στην κορυφή του τραπεζιού.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment