The Silent Suppers: The Fourth
Η Γκόρμλα και ο Κρίστορ στάθηκαν στην άκρη του δάσους και κοίταξαν προς τη διασταύρωση του δρόμου που οδηγούσε στο χωριό, καμιά δεκαριά βήματα μακριά τους. Κρατούσαν σφιχτά στο ένα τους χέρι τα μεγάλα, καινούρια, αναμμένα τους φανάρια, από φρέσκο στομαχόδερμα, που τους έκαναν δώρο οι χωριανοί. Είχαν χώσει στις μασχάλες και στις μεγάλες τσέπες των λιωμένων, μάλλινων παλτών τους, διάφορα πουγκιά με φαγητά και ζεστό ποτό· δώρο κι αυτά. Με το άλλο τους χέρι, το ελεύθερο, χαιρετούσαν αργά τον κόσμο που κατέβαινε τον λόφο δίπλα στο δάσος, μετά το τέλος της γιορτής του Σάουιν. Δυο-τρεις οικογένειες τους κάλεσαν να κοιμηθούν στα σπίτια τους, μετά το δείπνο. Η Γκόρμλα και ο Κρίστορ αρνήθηκαν ευγενικά, όπως πάντα, αλλά δέχτηκαν τις κουβέρτες και τα μάλλινα που τους προσέφεραν αρκετοί· όπως και την επιπλέον πρόσκληση για ζεστό μπάνιο με σαπούνι σε κάποιο σπίτι, την επόμενη μέρα.
Μόλις το πλήθος απομακρύνθηκε, τα δυο παιδιά γύρισαν και ξεκίνησαν να περπατούν ανάμεσα στα ψηλά, γυμνά δέντρα. Ήταν τυχεροί φέτος· δεν είχε έρθει ακόμα το χιόνι. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά για μια νύχτα, θα το άντεχαν. Για χάρη του Κουίβιν, θα το άντεχαν.
Το μονοπάτι του δάσους κατέληγε σ’ένα τρίστρατο· έστριψαν αριστερά και αμέσως κατέβηκαν μια μικρή, ομαλή πλαγιά. Στη βάση της, υπήρχε μια μικρή, ρηχή σπηλιά. Μπήκαν μέσα, άφησαν τα φανάρια τους και επιθεώρησαν τον χώρο. Στο βάθος, ένα παλιό τραπεζομάντηλο και πάνω του τρία πιάτα και κουτάλια, πολύ όμορφα και καλογυαλισμένα και καλοπλυμμένα, που τους είχε δώσει ένας περαστικός έμπορος από την πόλη· και χωρίς να τους ζητήσει χρήματα ή οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Για τον Κουίβιν τα έδινε, τους είχε πει. Αν δεν ήταν για τον Κουίβιν δε θα τα ‘παιρναν, του είχαν πει. Κι αν χαλάσουν, να τον βρουν όταν θα ξαναπερνούσε για να τους φέρει καινούρια, τους είχε πει. Θα έπαιρνε πολλά χρόνια να χαλάσουν έτσι όπως θα τα φρόντιζαν σαν τα μάτια τους, του είχαν πει.
Η Γκόρμλα και ο Κρίστορ άναψαν μια μικρή φωτιά στο κέντρο της σπηλιάς, με τις ιερές φλόγες των φαναριών τους. Μόλις φούντωσε το φως, άφησαν τα φανάρια τους δίπλα στο τραπεζομάντηλο· έριξαν τα μάλλινα πάνω στους σωρούς με άχυρα που είχαν για κρεβάτια· έβγαλαν τα παλτά τους και τα έστρωσαν για να κάτσουν. Άνοιξαν τα πουγκιά και άπλωσαν τα φαγητά και τους μικρούς ασκούς με το ποτό. Γούρλωσαν τα μάτια τους με όσα τους είχαν δώσει οι χωριανοί· κι ύστερα το βλέμμα τους ζάρωσε, στη θέα του πιάτου του Κουίβιν. Η Γκόρμλα πήγε να αναστενάξει δυνατά, μα ο Κρίστορ της έκανε νόημα να κρατηθεί. Το τραπέζι είχε στρωθεί και ήταν ήδη καθισμένοι· το δείπνο είχε ξεκινήσει.
Ήθελαν πολύ να φάνε αργά, προς τιμήν του φίλου τους. Μα είχαν να φάνε μαγειρευτό φαί εδώ και μέρες· και δε δέχονταν να πάρουν οτιδήποτε από τους χωριανούς, αν δεν το είχαν δουλέψει πρώτα. Γέμισαν βιαστικά τα στομάχια τους, δακρυσμένοι· και ευχήθηκαν και οι δύο σιωπηλά, να μπορούσε να μετρηθεί η αγάπη τους για εκείνον, πέρα από τις τελετουργίες.
Η Γκόρμλα άπλωσε το χέρι της προς τη μεριά του Κουίβιν. Χάιδεψε το καινούριο του πιάτο. Δεν είχε ποτέ του καινούριο πιάτο ο Κουίβιν, ούτε όταν ήταν ζωντανός ούτε όταν δεν ήταν ορφανός και άστεγος. Ο Κρίστορ σταμάτησε να μασάει τις τρεις γεμάτες μπουκιές που είχε χώσει στο στόμα του κι έμεινε να την κοιτά βουρκωμένος. Τέντωσε το σώμα του κι έπιασε έναν μεγάλο, μάλλινο σκούφο, που κρατούσε δίπλα στην καρδιά του όταν κοιμόταν· ήταν κοκκαλωμένος από το κρύο και το ξεραμένο αίμα του φίλου του, από το ατύχημα. Τον έσφιξε στην αγκαλιά του και τον απόθεσε όσο πιο μαλακά μπορούσε δίπλα στο άδειο πιάτο. Η Γκόρμλα τεντώθηκε κι εκείνη κι έπιασε το ματωμένο πουκάμισο του Κουίβιν, που μ’αυτό κοιμόταν κάθε νύχτα από τότε που τον έχασαν. Το δίπλωσε όμορφα και τακτοποιημένα, όπως της είχε δείξει κάποτε η μάνα της, και το έβαλε κάτω από τον σκούφο. Γέμισαν το πιάτο του με βραστό κρέας και λαχανικά στο ξύδι και το αλάτι· και συνέχισαν να τρώνε.
Όταν γέμισαν τις κοιλιές τους, έγειραν προς τα πίσω και κοιτάχτηκαν αμήχανοι, μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνουν τώρα. Έριξαν μια ματιά στη μεριά του Κουίβιν. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί· ούτε πνεύμα ούτε μαγικά φαγωμένες μπουκιές. Έκλαψαν πνιχτά, ανάμεσα σε σιωπηλά ρεψίματα. Μα τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν, εξαντλημένοι και νυσταγμένοι, τινάχτηκαν τρομαγμένοι, πιάνοντας με το βλέμμα τους κίνηση στην είσοδο της σπηλιάς.
Μια μεγαλόσωμη, κόκκινη αλεπού καθόταν εκεί και τους κοιτούσε. Ο Κρίστορ ανατρίχιασε, αναγνωρίζοντας το ζώο που κυνηγούσαν με τον φίλο τους, όταν έπαθε το ατύχημα. Η Γκόρμλα ανασηκώθηκε στα γόνατά της και χαμογέλασε. Έσπρωξε προσεκτικά το πιάτο του Κουίβιν προς την αλεπού.
Ο Κρίστορ ένιωσε μια ζεστασιά στο κεφάλι, στο σημείο που τον χάιδευε ο φίλος του όταν δε μπορούσε να κοιμηθεί. Η Γκόρμλα ένιωσε μια ζεστασιά στην πλάτη, στο σημείο που την χτυπούσε ο φίλος της όταν ήθελε να την σπρώξει και να την πείσει να κάνουν μαζί κάποια σκανταλιά.
Η αλεπού περπάτησε αργά, κοιτώντας τους επίμονα, και πλησίασε το πιάτο· το μύρισε διστακτικά. Κι ύστερα, τινάχτηκε και, σε μια στιγμή, άρπαξε το σκούφο και το πουκάμισο. Επέστρεψε στο πιάτο, τα άφησε δίπλα του και, με την πλάτη της γυρισμένη στα παιδιά, έκατσε ξανά· και άρχισε να τρώει.
Μόλις το πλήθος απομακρύνθηκε, τα δυο παιδιά γύρισαν και ξεκίνησαν να περπατούν ανάμεσα στα ψηλά, γυμνά δέντρα. Ήταν τυχεροί φέτος· δεν είχε έρθει ακόμα το χιόνι. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά για μια νύχτα, θα το άντεχαν. Για χάρη του Κουίβιν, θα το άντεχαν.
Το μονοπάτι του δάσους κατέληγε σ’ένα τρίστρατο· έστριψαν αριστερά και αμέσως κατέβηκαν μια μικρή, ομαλή πλαγιά. Στη βάση της, υπήρχε μια μικρή, ρηχή σπηλιά. Μπήκαν μέσα, άφησαν τα φανάρια τους και επιθεώρησαν τον χώρο. Στο βάθος, ένα παλιό τραπεζομάντηλο και πάνω του τρία πιάτα και κουτάλια, πολύ όμορφα και καλογυαλισμένα και καλοπλυμμένα, που τους είχε δώσει ένας περαστικός έμπορος από την πόλη· και χωρίς να τους ζητήσει χρήματα ή οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Για τον Κουίβιν τα έδινε, τους είχε πει. Αν δεν ήταν για τον Κουίβιν δε θα τα ‘παιρναν, του είχαν πει. Κι αν χαλάσουν, να τον βρουν όταν θα ξαναπερνούσε για να τους φέρει καινούρια, τους είχε πει. Θα έπαιρνε πολλά χρόνια να χαλάσουν έτσι όπως θα τα φρόντιζαν σαν τα μάτια τους, του είχαν πει.
Η Γκόρμλα και ο Κρίστορ άναψαν μια μικρή φωτιά στο κέντρο της σπηλιάς, με τις ιερές φλόγες των φαναριών τους. Μόλις φούντωσε το φως, άφησαν τα φανάρια τους δίπλα στο τραπεζομάντηλο· έριξαν τα μάλλινα πάνω στους σωρούς με άχυρα που είχαν για κρεβάτια· έβγαλαν τα παλτά τους και τα έστρωσαν για να κάτσουν. Άνοιξαν τα πουγκιά και άπλωσαν τα φαγητά και τους μικρούς ασκούς με το ποτό. Γούρλωσαν τα μάτια τους με όσα τους είχαν δώσει οι χωριανοί· κι ύστερα το βλέμμα τους ζάρωσε, στη θέα του πιάτου του Κουίβιν. Η Γκόρμλα πήγε να αναστενάξει δυνατά, μα ο Κρίστορ της έκανε νόημα να κρατηθεί. Το τραπέζι είχε στρωθεί και ήταν ήδη καθισμένοι· το δείπνο είχε ξεκινήσει.
Ήθελαν πολύ να φάνε αργά, προς τιμήν του φίλου τους. Μα είχαν να φάνε μαγειρευτό φαί εδώ και μέρες· και δε δέχονταν να πάρουν οτιδήποτε από τους χωριανούς, αν δεν το είχαν δουλέψει πρώτα. Γέμισαν βιαστικά τα στομάχια τους, δακρυσμένοι· και ευχήθηκαν και οι δύο σιωπηλά, να μπορούσε να μετρηθεί η αγάπη τους για εκείνον, πέρα από τις τελετουργίες.
Η Γκόρμλα άπλωσε το χέρι της προς τη μεριά του Κουίβιν. Χάιδεψε το καινούριο του πιάτο. Δεν είχε ποτέ του καινούριο πιάτο ο Κουίβιν, ούτε όταν ήταν ζωντανός ούτε όταν δεν ήταν ορφανός και άστεγος. Ο Κρίστορ σταμάτησε να μασάει τις τρεις γεμάτες μπουκιές που είχε χώσει στο στόμα του κι έμεινε να την κοιτά βουρκωμένος. Τέντωσε το σώμα του κι έπιασε έναν μεγάλο, μάλλινο σκούφο, που κρατούσε δίπλα στην καρδιά του όταν κοιμόταν· ήταν κοκκαλωμένος από το κρύο και το ξεραμένο αίμα του φίλου του, από το ατύχημα. Τον έσφιξε στην αγκαλιά του και τον απόθεσε όσο πιο μαλακά μπορούσε δίπλα στο άδειο πιάτο. Η Γκόρμλα τεντώθηκε κι εκείνη κι έπιασε το ματωμένο πουκάμισο του Κουίβιν, που μ’αυτό κοιμόταν κάθε νύχτα από τότε που τον έχασαν. Το δίπλωσε όμορφα και τακτοποιημένα, όπως της είχε δείξει κάποτε η μάνα της, και το έβαλε κάτω από τον σκούφο. Γέμισαν το πιάτο του με βραστό κρέας και λαχανικά στο ξύδι και το αλάτι· και συνέχισαν να τρώνε.
Όταν γέμισαν τις κοιλιές τους, έγειραν προς τα πίσω και κοιτάχτηκαν αμήχανοι, μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνουν τώρα. Έριξαν μια ματιά στη μεριά του Κουίβιν. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί· ούτε πνεύμα ούτε μαγικά φαγωμένες μπουκιές. Έκλαψαν πνιχτά, ανάμεσα σε σιωπηλά ρεψίματα. Μα τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν, εξαντλημένοι και νυσταγμένοι, τινάχτηκαν τρομαγμένοι, πιάνοντας με το βλέμμα τους κίνηση στην είσοδο της σπηλιάς.
Μια μεγαλόσωμη, κόκκινη αλεπού καθόταν εκεί και τους κοιτούσε. Ο Κρίστορ ανατρίχιασε, αναγνωρίζοντας το ζώο που κυνηγούσαν με τον φίλο τους, όταν έπαθε το ατύχημα. Η Γκόρμλα ανασηκώθηκε στα γόνατά της και χαμογέλασε. Έσπρωξε προσεκτικά το πιάτο του Κουίβιν προς την αλεπού.
Ο Κρίστορ ένιωσε μια ζεστασιά στο κεφάλι, στο σημείο που τον χάιδευε ο φίλος του όταν δε μπορούσε να κοιμηθεί. Η Γκόρμλα ένιωσε μια ζεστασιά στην πλάτη, στο σημείο που την χτυπούσε ο φίλος της όταν ήθελε να την σπρώξει και να την πείσει να κάνουν μαζί κάποια σκανταλιά.
Η αλεπού περπάτησε αργά, κοιτώντας τους επίμονα, και πλησίασε το πιάτο· το μύρισε διστακτικά. Κι ύστερα, τινάχτηκε και, σε μια στιγμή, άρπαξε το σκούφο και το πουκάμισο. Επέστρεψε στο πιάτο, τα άφησε δίπλα του και, με την πλάτη της γυρισμένη στα παιδιά, έκατσε ξανά· και άρχισε να τρώει.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment