The Silent Suppers: The Sixth
Ο Φέιλαν στηρίχτηκε στο σκαλιστό μπαστούνι του και περπάτησε αργά προς την εξώπορτα. Ύστερα, γύρισε και επιθεώρησε – υπό το φως ενός μεγάλου, μοναδικού κεριού, το μεγάλο τραπέζι στη μέση του σπιτιού, στρωμένο για το δείπνο του Σάουιν. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος όταν οργάνωνε τη μάζωξη, μα απ’ότι φαινόταν, θα κάθονταν άνετα όλοι οι καλεσμένοι του, μαζί με τους νεκρούς.
Χαμογέλασε αυτάρεσκα· κάτι άξιζαν ακόμα αυτά τα ροζιασμένα χέρια, κάτι μπορούσε να καταφέρει ακόμα, αυτός ο ξεμωραμένος ηλικιωμένος που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέπτη του. Και ειδικά για χάρη του Γκρέγκορ, μπορούσε να καταφέρει τα πάντα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μεγάλη φωτιά της γιορτής στην κορυφή του λόφου απέναντι, φαινόταν να σβήνει σιγά-σιγά. Σύντομα ο κόσμος θα κατέβαινε. Σύντομα θα ξεκινούσε το δείπνο. Σύντομα ο Φέιλαν θα αποχαιρετούσε τον Γκρέγκορ, όπως του έπρεπε. Μέχρι να τον ξαναβρεί στον Αλλόκοσμο· σύντομα κι εκείνος μάλλον, αν έκρινε από τους πόνους σε όλο του το σώμα και αυτόν τον επίμονο βήχα, που τον ταλαιπωρούσε για πάνω από έναν μήνα.
Έριξε το βλέμμα του στη βάση του λόφου, εκεί που απλωνόταν το χωριό. Είχε μεγαλώσει σε ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια του. Είχε παίξει στα στενά σοκάκια του και είχε αντρωθεί στα βοσκοτόπια και τις φάρμες γύρω από τα ξύλινα τείχη του. Τα μάτια του ζάρωσαν κι έπιασε την καρδιά του. Όση ζωή θυμόταν εκεί κάτω, άλλη τόση είχε ζήσει εδώ πάνω· τόσο κοντά κι άλλο τόσο μακριά. Όσο ντόπιος είχε γεννηθεί, άλλο τόσο ξένος είχε γίνει. Και τώρα που ο Γκέγκορ είχε χαθεί, έμοιαζαν όλοι να θυμούνται τον ντόπιο, περισσότερο απ’όσο είχαν απαρνηθεί τον ξένο.
Ο Φέιλαν χτύπησε αποφασιστικά το μπαστούνι του στο πάτωμα και περπάτησε ξανά. Κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, μπροστά από το σβηστό τζάκι· και περίμενε.
Η Μορέιντ, η εξαδέλφη του, και ο άντρας της, ήταν οι πρώτοι που ήρθαν. Όταν τους άνοιξε, στάθηκαν για λίγο στο κατώφλι και κοιτάχτηκαν αμίλητοι – με τη φλόγα από το φανάρι που κρατούσαν, να κάνει τα ρυτιδιασμένα πρόσωπά τους σαν μαγικά και αποκρουστικά μαζί. Ο γαμπρός του ήταν πλήρως ανέκφραστος, μα τα πράσινα μάτια της Μορέιντ έλουσαν τον Φέιραμ με τόση αγάπη και κατανόηση, που ένιωσε να πνίγεται για λίγο. Ήταν εκείνη που είχε φάει σχέδον τόσο ξύλο όσο κι αυτός, δεκαετίες πριν, για χάρη του Γκρέγκορ. Ήταν εκείνη που στάθηκε και συντρόφευσε τον Φέιραμ κρυφά απ’όλους, όταν ο ίδιος έσκαψε, έθαψε και τραγούδησε τον αγαπημένο του μέχρι τον Αλλόκοσμο.
Ύστερα από λίγο, κατέφτασε η Νόρα, η αδελφή του. Ήταν εκείνη που τον είχε καρφώσει στην οικογένειά τους· εκείνη που τον έδιωξε πρώτη από κοντά τους. Έσπρωξε το φανάρι της καταπάνω του, σα να ήθελε να το ξεφορτωθεί το συντομότερο δυνατόν. Το άγριο πρόσωπό της ήταν ίδιο και μόνιμα οργισμένο, όπως και τόσα χρόνια πριν· όταν πέθανε ο πατέρας τους και έμαθε πως ποτέ δεν αποκλήρωσε τον Φέιραμ για την αμαρτία του. Σχεδόν όλο το χωριό και οι δεκάδες φάρμες γύρω, ήταν ακόμα δικά του.
Αργότερα, ήρθαν οι άλλοι δύο εξάδελφοί του, ο Λάουρος και ο Λόχλαν· αυτοί που θα τον κληρονομούσαν μετά τον θάνατό του, σύμφωνα με το έθιμο και αν ο ίδιος δεν όριζε επίσημα κάποιον άλλο. Του χαμογέλασαν μετά βίας και υποκλίθηκαν βιαστικά χωρίς να τον κοιτούν στ’αλήθεια· και προσφέρθηκαν να ανάψουν το τζάκι με την ιερή φλόγα από τα ολοκαίνουρια φανάρια τους, παραπατώντας σα μικρά παιδιά μέσα στο ημίφως του άγνωστού τους χώρου.
Όταν το μικρό σπίτι φώτισε για τα καλά, ο Φέιραμ, αμίλητος, τους έδειξε τις θέσεις τους. Ο ίδιος θα καθόταν στην κορφή του τραπεζιού. Η Νόρα στα δεξιά του και δίπλα της, η άδεια θέση του άντρα της, που είχε φύγει ένα τρίμηνο πριν. Η Μορέιντ και ο άντρας της στ’αριστερά του και δίπλα τους, οι δύο άδειες θέσεις των γιων που έχασαν στον πόλεμο, πριν μερικές εβδομάδες. Ο Λάουρος και ο Λόχλαν θα κάθονταν απέναντι ο ένας από τον άλλον· ανύπαντροι και οι δύο, δεν είχαν χάσει κανέναν κοντινό τους τον τελευταίο χρόνο.
Η Μορέιντ κοίταξε έκπληκτη το πλούσιο γεύμα και ύστερα τον Φέιραμ. Εκείνος της χαμογέλασε γλυκά. Οι υπόλοιποι απλά τον περίμεναν να κάτσει επιτέλους, για να μπορέσουν να σερβιριστούν. Μα ο Φέιραμ δεν έκατσε αμέσως. Πήρε μια βαθιά ανάσα, στηρίχτηκε και πάλι στο μπαστούνι του και τράβηξε μια τελευταία καρέκλα, την οποία τοποθέτησε στην άλλη κορυφή του τραπεζιού. Ύστερα, άπλωσε το χέρι του στον πάγκο της κουζίνας και πήρε ακόμα ένα σερβίτσιο. Τοποθέτησε με προσοχή και φροντίδα το πιάτο και τα μαχαιροπήρουνα στο πλάι του και ύστερα, φίλησε την κεντημένη πετσέτα – που μύριζε ολόκληρη από τον Γκρέγκορ, λεμόνι και γιασεμί – και την άφησε μαλακά πάνω στην καρέκλα.
Σήκωσε το βλέμμα του στους καλεσμένους πριν ορθώσει και πάλι το σώμα του. Η Νόρα τον κοιτούσε ακόμα πιο εξοργισμένη – αν ήταν αυτό δυνατόν. Οι εξάδελφοί του είχαν κατακοκκινήσει και κοιτούσαν επίμονα ο ένας τον άλλον. Η Μορέιντ έμοιαζε να μειδιάζει ικανοποιημένη, μα δεν τόλμησε να τον αντικρύσει, με το βλέμμα του άντρα της καρφωμένο πάνω της και το χέρι του έτοιμο να τη χαστουκίσει.
Ο Φέιραμ έσυρε το γερασμένο του σώμα με περίσσια τελετουργία στη θέση του. Έκατσε αργά, συνεχίζοντας να τους κοιτά όλους, έναν προς έναν. Χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα. Κοίταξε περήφανος το μικροσκοπικό, υπέροχο σπίτι, που είχαν φτιάξει με τον Γκρέγκορ και που είχε γίνει για δεκαετίες η εξορία και η λύτρωσή τους.
Έκανε νόημα στους καλεσμένους του να σερβιριστούν· και περίμενε.
Η Νόρα στριφογύρισε την πετσέτα της και έσφιξε τα χείλη της. Άγγιξε την καρφίτσα με το οικόσημο στο πέτο της και φάνηκε να προσπαθεί να ηρεμήσει. Ανάγκασε τον εαυτό της να σερβίρει λίγο ζεστό κρέας, που έλιωνε στο πηρούνι της και άγρια χόρτα, με βούτυρο και δεντρολίβανο. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της και μασούσε σαν να την είχαν ταίσει σόλες παπουτσιών.
Ίσως και να έτρωγε στ’αλήθεια σόλες παπουτσιών για χάρη της κληρονομιάς, σκέφτηκε ο Φέιραμ και έκρυψε με το χέρι το χαμόγελό του.
Ο Λάουρος και ο Λόχλαν έμοιαζαν να μην ξέρουν ακριβώς, τι έπρεπε να κάνουν. Για δεκαετίες, περίμεναν τον θάνατο του αμαρτωλού εξαδέλφου τους και την κληρονομιά τους· και νόμιζαν πως αυτη η πρόσκληση σε δείπνο, ήταν ο τρόπος του να παραδεχτεί επιτέλους την έξαλλη ζωή του και να ζητήσει τη συγγνώμη της οικογένειας. Μα τώρα, φαινόταν πως δεν ήταν όπως τα είχαν σκεφτεί· και μάλλον, έπρεπε να δουλέψουν γι’αυτήν την κληρονομιά. Δεν είχαν δουλέψει ποτέ για τίποτα. Μα θα συγχωρούσαν φαινομενικά και τόσο εύκολα, έναν καταδικασμένο στα μάτια θεών και ανθρώπων, για τα χρήματα;
Όρμησαν στα φαγητά σαν ξελιγωμένοι και δεν ξανακοίταξαν ο ένας τον άλλον.
Ο άντρας της Μορέιντ, ψυχρός και ανέκφραστος όπως πάντα, σερβιρίστηκε και ξεκίνησε να τρώει αμίλητος. Μα εκείνη, σηκώθηκε γρήγορα και έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, πριν προλάβει να τη σταματήσει. Πήγε στην άλλη κορυφή του τραπεζιού και γέμισε το πιάτο του Γκρέγκορ με μπουκιές από όλα τα φαγητά· κι αφού φίλησε κι εκείνη την πετσέτα του, μόνο τότε επέστρεψε στη θέση της, αγνοώντας πλήρως τον άντρα της που την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.
Ο Φέιραμ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ξεκούρασε το βλέμμα του πάνω στο γλυκό πρόσωπο της εξαδέλφης του. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως το άγριο γιασεμί που αγκάλιαζε τη λεμονιά έξω από το σπίτι, είχε γύρει κι αυτό και χάιδευε το παράθυρο, μ’έναν ήχο σα μακρινό τραγούδι. Κοίταξε ικανοποιημένος την υπόλοιπη ομήγυρη και αναρωτήθηκε αν θα έτρωγαν μέχρι να σκάσουν και πόση ώρα θα προσποιούνταν για χάρη της κληρονομιάς.
Πόση ώρα θα περνούσε, μέχρι να τους αποκαλύψει πως είχε ήδη γράψει, εδώ και χρόνια, την περιουσία του σ’ένα μικρό ορφανοτροφείο, κάπου στις άκρες της επαρχίας, όπου είχε μεγαλώσει με όλη την αγάπη του κόσμου, ο Γκρέγκορ.
Χαμογέλασε αυτάρεσκα· κάτι άξιζαν ακόμα αυτά τα ροζιασμένα χέρια, κάτι μπορούσε να καταφέρει ακόμα, αυτός ο ξεμωραμένος ηλικιωμένος που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέπτη του. Και ειδικά για χάρη του Γκρέγκορ, μπορούσε να καταφέρει τα πάντα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μεγάλη φωτιά της γιορτής στην κορυφή του λόφου απέναντι, φαινόταν να σβήνει σιγά-σιγά. Σύντομα ο κόσμος θα κατέβαινε. Σύντομα θα ξεκινούσε το δείπνο. Σύντομα ο Φέιλαν θα αποχαιρετούσε τον Γκρέγκορ, όπως του έπρεπε. Μέχρι να τον ξαναβρεί στον Αλλόκοσμο· σύντομα κι εκείνος μάλλον, αν έκρινε από τους πόνους σε όλο του το σώμα και αυτόν τον επίμονο βήχα, που τον ταλαιπωρούσε για πάνω από έναν μήνα.
Έριξε το βλέμμα του στη βάση του λόφου, εκεί που απλωνόταν το χωριό. Είχε μεγαλώσει σε ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια του. Είχε παίξει στα στενά σοκάκια του και είχε αντρωθεί στα βοσκοτόπια και τις φάρμες γύρω από τα ξύλινα τείχη του. Τα μάτια του ζάρωσαν κι έπιασε την καρδιά του. Όση ζωή θυμόταν εκεί κάτω, άλλη τόση είχε ζήσει εδώ πάνω· τόσο κοντά κι άλλο τόσο μακριά. Όσο ντόπιος είχε γεννηθεί, άλλο τόσο ξένος είχε γίνει. Και τώρα που ο Γκέγκορ είχε χαθεί, έμοιαζαν όλοι να θυμούνται τον ντόπιο, περισσότερο απ’όσο είχαν απαρνηθεί τον ξένο.
Ο Φέιλαν χτύπησε αποφασιστικά το μπαστούνι του στο πάτωμα και περπάτησε ξανά. Κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, μπροστά από το σβηστό τζάκι· και περίμενε.
Η Μορέιντ, η εξαδέλφη του, και ο άντρας της, ήταν οι πρώτοι που ήρθαν. Όταν τους άνοιξε, στάθηκαν για λίγο στο κατώφλι και κοιτάχτηκαν αμίλητοι – με τη φλόγα από το φανάρι που κρατούσαν, να κάνει τα ρυτιδιασμένα πρόσωπά τους σαν μαγικά και αποκρουστικά μαζί. Ο γαμπρός του ήταν πλήρως ανέκφραστος, μα τα πράσινα μάτια της Μορέιντ έλουσαν τον Φέιραμ με τόση αγάπη και κατανόηση, που ένιωσε να πνίγεται για λίγο. Ήταν εκείνη που είχε φάει σχέδον τόσο ξύλο όσο κι αυτός, δεκαετίες πριν, για χάρη του Γκρέγκορ. Ήταν εκείνη που στάθηκε και συντρόφευσε τον Φέιραμ κρυφά απ’όλους, όταν ο ίδιος έσκαψε, έθαψε και τραγούδησε τον αγαπημένο του μέχρι τον Αλλόκοσμο.
Ύστερα από λίγο, κατέφτασε η Νόρα, η αδελφή του. Ήταν εκείνη που τον είχε καρφώσει στην οικογένειά τους· εκείνη που τον έδιωξε πρώτη από κοντά τους. Έσπρωξε το φανάρι της καταπάνω του, σα να ήθελε να το ξεφορτωθεί το συντομότερο δυνατόν. Το άγριο πρόσωπό της ήταν ίδιο και μόνιμα οργισμένο, όπως και τόσα χρόνια πριν· όταν πέθανε ο πατέρας τους και έμαθε πως ποτέ δεν αποκλήρωσε τον Φέιραμ για την αμαρτία του. Σχεδόν όλο το χωριό και οι δεκάδες φάρμες γύρω, ήταν ακόμα δικά του.
Αργότερα, ήρθαν οι άλλοι δύο εξάδελφοί του, ο Λάουρος και ο Λόχλαν· αυτοί που θα τον κληρονομούσαν μετά τον θάνατό του, σύμφωνα με το έθιμο και αν ο ίδιος δεν όριζε επίσημα κάποιον άλλο. Του χαμογέλασαν μετά βίας και υποκλίθηκαν βιαστικά χωρίς να τον κοιτούν στ’αλήθεια· και προσφέρθηκαν να ανάψουν το τζάκι με την ιερή φλόγα από τα ολοκαίνουρια φανάρια τους, παραπατώντας σα μικρά παιδιά μέσα στο ημίφως του άγνωστού τους χώρου.
Όταν το μικρό σπίτι φώτισε για τα καλά, ο Φέιραμ, αμίλητος, τους έδειξε τις θέσεις τους. Ο ίδιος θα καθόταν στην κορφή του τραπεζιού. Η Νόρα στα δεξιά του και δίπλα της, η άδεια θέση του άντρα της, που είχε φύγει ένα τρίμηνο πριν. Η Μορέιντ και ο άντρας της στ’αριστερά του και δίπλα τους, οι δύο άδειες θέσεις των γιων που έχασαν στον πόλεμο, πριν μερικές εβδομάδες. Ο Λάουρος και ο Λόχλαν θα κάθονταν απέναντι ο ένας από τον άλλον· ανύπαντροι και οι δύο, δεν είχαν χάσει κανέναν κοντινό τους τον τελευταίο χρόνο.
Η Μορέιντ κοίταξε έκπληκτη το πλούσιο γεύμα και ύστερα τον Φέιραμ. Εκείνος της χαμογέλασε γλυκά. Οι υπόλοιποι απλά τον περίμεναν να κάτσει επιτέλους, για να μπορέσουν να σερβιριστούν. Μα ο Φέιραμ δεν έκατσε αμέσως. Πήρε μια βαθιά ανάσα, στηρίχτηκε και πάλι στο μπαστούνι του και τράβηξε μια τελευταία καρέκλα, την οποία τοποθέτησε στην άλλη κορυφή του τραπεζιού. Ύστερα, άπλωσε το χέρι του στον πάγκο της κουζίνας και πήρε ακόμα ένα σερβίτσιο. Τοποθέτησε με προσοχή και φροντίδα το πιάτο και τα μαχαιροπήρουνα στο πλάι του και ύστερα, φίλησε την κεντημένη πετσέτα – που μύριζε ολόκληρη από τον Γκρέγκορ, λεμόνι και γιασεμί – και την άφησε μαλακά πάνω στην καρέκλα.
Σήκωσε το βλέμμα του στους καλεσμένους πριν ορθώσει και πάλι το σώμα του. Η Νόρα τον κοιτούσε ακόμα πιο εξοργισμένη – αν ήταν αυτό δυνατόν. Οι εξάδελφοί του είχαν κατακοκκινήσει και κοιτούσαν επίμονα ο ένας τον άλλον. Η Μορέιντ έμοιαζε να μειδιάζει ικανοποιημένη, μα δεν τόλμησε να τον αντικρύσει, με το βλέμμα του άντρα της καρφωμένο πάνω της και το χέρι του έτοιμο να τη χαστουκίσει.
Ο Φέιραμ έσυρε το γερασμένο του σώμα με περίσσια τελετουργία στη θέση του. Έκατσε αργά, συνεχίζοντας να τους κοιτά όλους, έναν προς έναν. Χτύπησε το μπαστούνι του στο πάτωμα. Κοίταξε περήφανος το μικροσκοπικό, υπέροχο σπίτι, που είχαν φτιάξει με τον Γκρέγκορ και που είχε γίνει για δεκαετίες η εξορία και η λύτρωσή τους.
Έκανε νόημα στους καλεσμένους του να σερβιριστούν· και περίμενε.
Η Νόρα στριφογύρισε την πετσέτα της και έσφιξε τα χείλη της. Άγγιξε την καρφίτσα με το οικόσημο στο πέτο της και φάνηκε να προσπαθεί να ηρεμήσει. Ανάγκασε τον εαυτό της να σερβίρει λίγο ζεστό κρέας, που έλιωνε στο πηρούνι της και άγρια χόρτα, με βούτυρο και δεντρολίβανο. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της και μασούσε σαν να την είχαν ταίσει σόλες παπουτσιών.
Ίσως και να έτρωγε στ’αλήθεια σόλες παπουτσιών για χάρη της κληρονομιάς, σκέφτηκε ο Φέιραμ και έκρυψε με το χέρι το χαμόγελό του.
Ο Λάουρος και ο Λόχλαν έμοιαζαν να μην ξέρουν ακριβώς, τι έπρεπε να κάνουν. Για δεκαετίες, περίμεναν τον θάνατο του αμαρτωλού εξαδέλφου τους και την κληρονομιά τους· και νόμιζαν πως αυτη η πρόσκληση σε δείπνο, ήταν ο τρόπος του να παραδεχτεί επιτέλους την έξαλλη ζωή του και να ζητήσει τη συγγνώμη της οικογένειας. Μα τώρα, φαινόταν πως δεν ήταν όπως τα είχαν σκεφτεί· και μάλλον, έπρεπε να δουλέψουν γι’αυτήν την κληρονομιά. Δεν είχαν δουλέψει ποτέ για τίποτα. Μα θα συγχωρούσαν φαινομενικά και τόσο εύκολα, έναν καταδικασμένο στα μάτια θεών και ανθρώπων, για τα χρήματα;
Όρμησαν στα φαγητά σαν ξελιγωμένοι και δεν ξανακοίταξαν ο ένας τον άλλον.
Ο άντρας της Μορέιντ, ψυχρός και ανέκφραστος όπως πάντα, σερβιρίστηκε και ξεκίνησε να τρώει αμίλητος. Μα εκείνη, σηκώθηκε γρήγορα και έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, πριν προλάβει να τη σταματήσει. Πήγε στην άλλη κορυφή του τραπεζιού και γέμισε το πιάτο του Γκρέγκορ με μπουκιές από όλα τα φαγητά· κι αφού φίλησε κι εκείνη την πετσέτα του, μόνο τότε επέστρεψε στη θέση της, αγνοώντας πλήρως τον άντρα της που την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.
Ο Φέιραμ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ξεκούρασε το βλέμμα του πάνω στο γλυκό πρόσωπο της εξαδέλφης του. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως το άγριο γιασεμί που αγκάλιαζε τη λεμονιά έξω από το σπίτι, είχε γύρει κι αυτό και χάιδευε το παράθυρο, μ’έναν ήχο σα μακρινό τραγούδι. Κοίταξε ικανοποιημένος την υπόλοιπη ομήγυρη και αναρωτήθηκε αν θα έτρωγαν μέχρι να σκάσουν και πόση ώρα θα προσποιούνταν για χάρη της κληρονομιάς.
Πόση ώρα θα περνούσε, μέχρι να τους αποκαλύψει πως είχε ήδη γράψει, εδώ και χρόνια, την περιουσία του σ’ένα μικρό ορφανοτροφείο, κάπου στις άκρες της επαρχίας, όπου είχε μεγαλώσει με όλη την αγάπη του κόσμου, ο Γκρέγκορ.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment