The Silent Suppers: The Last
Η Όρλα σήκωσε τα πόδια της και μαζεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα της μαμάς. Κοίταξε πλάγια την πολυθρόνα του μπαμπά· ήταν πολύ βαριά για να την τραβήξει και να τις βάλει μαζί, για να κάτσει ακόμα πιο αναπαυτικά. Δεν πειράζει, σκέφτηκε. Σύντομα θα έρχονταν και θα την τραβούσε ο μπαμπάς για χάρη της.
Πάντα ένιωθε λίγο περίεργα μέσα στο άδειο, σκοτεινό σπίτι, τις νύχτες του Σάουιν· πριν η ιερή φλόγα φωτίσει τα πάντα σαν καινούρια. Και η κουβέρτα έπεφτε συνέχεια από τους ώμους της, όσο κι αν προσπαθούσε να τη στερεώσει καλύτερα. Τέντωσε τα αυτιά της· απ’έξω, ακουγόταν τώρα ο κόσμος, που επέστρεφαν στα γειτονικά σπίτια από τη γιορτή. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε και κουνήθηκε έντονα, για να τινάξει από πάνω της την παγωνιά. Έτρεξε προς την εξώπορτα.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει. Η μαμά ξεκλείδωσε και μπήκε πρώτη. Την προσπέρασε βιαστικά και πήγε προς το τζάκι. Άναψε γρήγορα τη φωτιά και άφησε παραδίπλα το ολοκαίνουριο φανάρι, που είχε φτιάξει η Όρλα το περασμένο καλοκαίρι. Το πρώτο που έφτιαξε ολομόναχη, χωρίς βοήθεια· από φρέσκο βοδινό στομαχόδερμα, που δεν της σκίστηκε πουθενά όσο το τέντωνε, το στέγνωνε και το ζωγράφιζε. Η μαμά ήταν πολύ περήφανη για εκείνη.
Ο μπαμπάς άφησε το δικό του φανάρι στον πάγκο της κουζίνας και άρχισε να ξεσκεπάζει τις γαβάθες με τα φαγητά που είχαν μαγειρέψει από το μεσημέρι. Άνοιξε τα βάζα με τα λαχανικά που είχαν βάλει στο ξύδι και σέρβιρε σ’ένα μεγάλο πιάτο. Άναψε τον ξυλόφουρνο και ζέστανε το κρέας. Ανακάτεψε τα φασόλια με λάδι και αλάτι. Η Όρσα τεντώθηκε για να του θυμίσει να προσθέσει και πολύ λεμόνι, που της άρεσε αλλά δε χρειάστηκε να πει κουβέντα· ο μπαμπάς την πρόλαβε, είχε ήδη κόψει και δεύτερο και άφησε κι ένα ολόκληρο τρίτο, για μετά, στο τραπέζι.
Η μαμά άναψε όλα τα κεριά του σπιτιού και βοήθησε τον μπαμπά να μεταφέρει τα πάντα στο τραπέζι. Έφερε κι ένα μεγάλο μπουκάλι με ζύθο, που τους είχαν φέρει στα γενέθλια της Όρλα – ήταν τα γενέθλιά της; Δε θυμόταν ακριβώς, αλλά είχε πολύ κόσμο στο σπίτι όταν τους το έφεραν. Έσπρωξε λίγο την καρέκλα της Όρλα προς τα πίσω, μα δεν τη βοήθησε να κάτσει. Ήταν πια μεγάλο κορίτσι και μπορούσε να κάθεται μόνη της, ήδη από τον προηγούμενο χειμώνα.
Όταν έκατσαν όλοι στο τραπέζι, η Όρλα επιθεώρησε σα μεγάλη το γεύμα. Προσπάθησε να κάνει το βλέμμα της όπως του μπαμπά, όταν στεκόταν μπροστά από τους πάγκους της αγοράς και κοιτούσε, αυστηρός και αμίλητος, τα υλικά που ήθελε για τις κουζίνες της ταβέρνας και του σπιτιού του. Όταν έκρινε πως είχε καταφέρει να τον μιμηθεί, χασκογέλασε· τράβηξε κάτα λάθος την άκρη από το τραπεζομάντηλο και ο μπαμπάς κοίταξε έκπληκτος προς το μέρος της. Η Όρλα ζήτησε αμέσως συγγνώμη που είχε αφήσει να της ξεφύγει ήχος μια τέτοια νύχτα, ενώ το δείπνο είχε ήδη ξεκινήσει· διόρθωσε το τραπεζομάντηλο και ανακάθισε στη θέση της, σοβαρή και στητή. Ήταν μεγάλο κορίτσι πια· δε μπορούσε να κάνει σαν παιδί και να τη γλιτώνει με ένα γρήγορο χάδι στην κορυφή του κεφαλιού της, ειδικά σε τόσο σοβαρά έθιμα.
Η μαμά σέρβιρε στο πιάτο της Όρλα. Πιο πολλά φασόλια από κρέας, όπως της άρεσε πάντα. Λίγα λαχανικά από το ξύδι και πολλές πατάτες. Κρασάτο ζουμί από πάνω και επιπλεόν λιωμένο βούτυρο. Η Όρλα γούρλωσε τα μάτια της και έγλυψε τα χείλη της σαν ξελιγωμένη. Μα αμέσως ένιωσε πως το έκανε από συνήθεια· δεν πεινούσε και τόσο. Όλα τα αγαπημένα της φαγητά ήταν απλωμένα μπροστά της· και ήταν σίγουρη πως δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Μα το μόνο που ήθελε ήταν, να ενώσουν οι γονείς της τις πολυθρόνες και να κάτσουν όλοι μαζί μπροστά στο τζάκι, όπως κάθε βράδυ, με εκείνη χωμένη στις αγκαλιές τους.
Μα δεν είπε τίποτα. Έμεινε αμίλητη, όπως έπρεπε, και τους κοιτούσε να τρώνε αργά· σαν κι εκείνοι να έτρωγαν με το ζόρι, της φάνηκε. Σίγουρα θα ήθελαν κι εκείνοι πολυθρόνες κι αγκαλιές, αλλά έπρεπε πρώτα να γίνει το δείπνο. Η Όρλα ήταν μεγάλο κορίτσι πια και ήξερε πότε έπρεπε να γίνει κάτι, ακόμα κι αν δεν ήθελες να το κάνεις. Έκατσε λοιπόν στη θέση της και έκανε υπομονή· αλλά δε μπόρεσε να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Έπαιξε λίγο με το φαί της. Ανακάτεψε το ζουμί στις πατάτες με τα ακροδάχτυλά της, αλλά όχι πολύ· ίσα που το άγγιξε, απλά γιατί βαριόταν. Ο μπαμπάς δε θα την πίεζε ποτέ να φάει με το ζόρι, αλλά θα κρατούσε το πιάτο, για να της το ζεστάνει να φάει το πρωί.
Η μαμά άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της, για να τη σταματήσει. Δε μίλησε βέβαια – και φαινόταν πολύ, πολύ στεναχωρημένη, τα μάτια της γυάλιζαν στο ζεστό φως των κεριών – αλλά χάιδεψε το τραπεζομάντηλο ακριβώς δίπλα στο άλλο χέρι της Όρλα, που δεν ήταν λερωμένο από το ζουμί. Και έμεινε όπως ήταν εκεί, μέχρι που ο μπαμπάς άπλωσε το δικό του χέρι· και έπλεξαν σφιχτά τα δικά τους ακροδάχτυλα και φάνηκαν να ταρακουνιούνται ανεπαίσθητα, σα να πάλευαν να πνίξουν κάποιο κλάμα.
Η Όρλα δεν καταλάβαινε ακριβώς τι συνέβαινε. Ίσως όταν ήταν μικρό παιδί δεν τα θυμόταν καλά και τώρα συνειδητοποιούσε πόσο λυπημένη ήταν αυτή η μέρα. Σίγουρα η μαμά θα ήταν το ίδιο στεναχωρημένη στο δείπνο που είχαν πιάτο για τη γιαγιά – τη δική της μαμά. Σίγουρα ο μπαμπάς θα ήταν το ίδιο στεναχωρημένος στο δείπνο που είχαν πιάτο για τον αδελφό του, που χάθηκε στη θάλασσα. Δεν της πολυάρεσε που, τώρα που μεγάλωνε, έβλεπε τη λύπη της ημέρας περισσότερο από τη χαρά των αγαπημένων της φαγητών. Δεν της πολυάρεσε που έβλεπε τους γονείς της έτσι· ανήμπορους να χαμογελάσουν έστω και λίγο, έστω και μόνο για χάρη της, όπως έκαναν σε άλλες τέτοιες νύχτες. Ίσως όταν ήταν μικρό παιδί δεν τα θυμόταν καλά· αλλά δεν ήταν έτσι τις άλλες φορές. Όχι τόσο έτσι.
Σκούπισε βιαστικά τα ακροδάχτυλά της στο τραπεζομάντηλο και τέντωσε τα μικρά της χέρια για να τα ενώσει με των γονιών της. Μα πριν προλάβει να τους αγγίξει, εκείνοι χωρίστηκαν και συνέχισαν να τρώνε. Μαζεύτηκε πάλι στη θέση της, μουτρωμένη και χάζεψε για λίγο και πάλι το τραπέζι.
Τρεις θέσεις μόνο. Τρία σερβίτσια. Δεν έλειπε κανείς. Το πρόσωπο του μπαμπά φαινόταν πιο θολό και σκοτεινό απ’ότι θα ‘πρεπε, με τόσο φως στο σπίτι. Το πρόσωπο της μαμάς φαινόταν πιο θολό απ’ότι θα ‘πρεπε, τόσο κοντά της που καθόταν. Τρεις θέσεις μόνο. Τρία σερβίτσια. Για ποιον έκλαιγαν; Η Όρλα κοίταξε πάλι το γεύμα μπροστά της. Ήταν μεγάλο κορίτσι πια· θα έτρωγε κι εκείνη με το ζόρι. Έκανε να πιάσει το κουτάλι της, μα σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί.
Τρεις θέσεις μόνο.
Της φάνηκε πως κάποιος τη φώναζε, έξω από το σπίτι. Κοίταξε γύρω της. Ήταν μόνη στο τραπέζι. Οι γονείς της ήταν τώρα ξαπλωμένοι, κοιμισμένοι και αγκαλιασμένοι μπροστά στο τζάκι. Πότε πέρασε η ώρα; Γιατί δεν της είπε κανείς τίποτα; Κατέβηκε γρήγορα από την καρέκλα της και έτρεξε κοντά τους. Πάλι τη φώναζε κάποιος απ’έξω.
Γούρλωσε τα μάτια της και αμέσως τα έκλεισε σφιχτά. Όρμηξε και προσπάθησε να χωθεί ανάμεσά τους. Πάλεψε και χτυπήθηκε για να βολευτεί. Μα κανείς τους δεν ξύπνησε έστω για λίγο, για να λυγίσει το σώμα του και να την ταιριάξει στην αγκαλιά του, όπως πάντα. Η μαμά μόνο βόγκηξε, σαν να την κοιλοπονούσε ξανά από την αρχή, όπως δώδεκα χρόνια πριν. Ο μπαμπάς μόνο αναστέναξε, σα να την κρατούσε ξανά για πρώτη φορά, όπως δώδεκα χρόνια πριν.
Και η Όρλα, η καημένη Όρλα, μεγάλο κορίτσι πια, μόνο δώδεκα χρονών, έμεινε σα σύννεφο από πάνω τους όλη νύχτα· μέχρι που χάθηκε για πάντα, με τη φωνή από τον Αλλόκοσμο και το πρώτο φως της αυγής.
Πάντα ένιωθε λίγο περίεργα μέσα στο άδειο, σκοτεινό σπίτι, τις νύχτες του Σάουιν· πριν η ιερή φλόγα φωτίσει τα πάντα σαν καινούρια. Και η κουβέρτα έπεφτε συνέχεια από τους ώμους της, όσο κι αν προσπαθούσε να τη στερεώσει καλύτερα. Τέντωσε τα αυτιά της· απ’έξω, ακουγόταν τώρα ο κόσμος, που επέστρεφαν στα γειτονικά σπίτια από τη γιορτή. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε και κουνήθηκε έντονα, για να τινάξει από πάνω της την παγωνιά. Έτρεξε προς την εξώπορτα.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει. Η μαμά ξεκλείδωσε και μπήκε πρώτη. Την προσπέρασε βιαστικά και πήγε προς το τζάκι. Άναψε γρήγορα τη φωτιά και άφησε παραδίπλα το ολοκαίνουριο φανάρι, που είχε φτιάξει η Όρλα το περασμένο καλοκαίρι. Το πρώτο που έφτιαξε ολομόναχη, χωρίς βοήθεια· από φρέσκο βοδινό στομαχόδερμα, που δεν της σκίστηκε πουθενά όσο το τέντωνε, το στέγνωνε και το ζωγράφιζε. Η μαμά ήταν πολύ περήφανη για εκείνη.
Ο μπαμπάς άφησε το δικό του φανάρι στον πάγκο της κουζίνας και άρχισε να ξεσκεπάζει τις γαβάθες με τα φαγητά που είχαν μαγειρέψει από το μεσημέρι. Άνοιξε τα βάζα με τα λαχανικά που είχαν βάλει στο ξύδι και σέρβιρε σ’ένα μεγάλο πιάτο. Άναψε τον ξυλόφουρνο και ζέστανε το κρέας. Ανακάτεψε τα φασόλια με λάδι και αλάτι. Η Όρσα τεντώθηκε για να του θυμίσει να προσθέσει και πολύ λεμόνι, που της άρεσε αλλά δε χρειάστηκε να πει κουβέντα· ο μπαμπάς την πρόλαβε, είχε ήδη κόψει και δεύτερο και άφησε κι ένα ολόκληρο τρίτο, για μετά, στο τραπέζι.
Η μαμά άναψε όλα τα κεριά του σπιτιού και βοήθησε τον μπαμπά να μεταφέρει τα πάντα στο τραπέζι. Έφερε κι ένα μεγάλο μπουκάλι με ζύθο, που τους είχαν φέρει στα γενέθλια της Όρλα – ήταν τα γενέθλιά της; Δε θυμόταν ακριβώς, αλλά είχε πολύ κόσμο στο σπίτι όταν τους το έφεραν. Έσπρωξε λίγο την καρέκλα της Όρλα προς τα πίσω, μα δεν τη βοήθησε να κάτσει. Ήταν πια μεγάλο κορίτσι και μπορούσε να κάθεται μόνη της, ήδη από τον προηγούμενο χειμώνα.
Όταν έκατσαν όλοι στο τραπέζι, η Όρλα επιθεώρησε σα μεγάλη το γεύμα. Προσπάθησε να κάνει το βλέμμα της όπως του μπαμπά, όταν στεκόταν μπροστά από τους πάγκους της αγοράς και κοιτούσε, αυστηρός και αμίλητος, τα υλικά που ήθελε για τις κουζίνες της ταβέρνας και του σπιτιού του. Όταν έκρινε πως είχε καταφέρει να τον μιμηθεί, χασκογέλασε· τράβηξε κάτα λάθος την άκρη από το τραπεζομάντηλο και ο μπαμπάς κοίταξε έκπληκτος προς το μέρος της. Η Όρλα ζήτησε αμέσως συγγνώμη που είχε αφήσει να της ξεφύγει ήχος μια τέτοια νύχτα, ενώ το δείπνο είχε ήδη ξεκινήσει· διόρθωσε το τραπεζομάντηλο και ανακάθισε στη θέση της, σοβαρή και στητή. Ήταν μεγάλο κορίτσι πια· δε μπορούσε να κάνει σαν παιδί και να τη γλιτώνει με ένα γρήγορο χάδι στην κορυφή του κεφαλιού της, ειδικά σε τόσο σοβαρά έθιμα.
Η μαμά σέρβιρε στο πιάτο της Όρλα. Πιο πολλά φασόλια από κρέας, όπως της άρεσε πάντα. Λίγα λαχανικά από το ξύδι και πολλές πατάτες. Κρασάτο ζουμί από πάνω και επιπλεόν λιωμένο βούτυρο. Η Όρλα γούρλωσε τα μάτια της και έγλυψε τα χείλη της σαν ξελιγωμένη. Μα αμέσως ένιωσε πως το έκανε από συνήθεια· δεν πεινούσε και τόσο. Όλα τα αγαπημένα της φαγητά ήταν απλωμένα μπροστά της· και ήταν σίγουρη πως δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Μα το μόνο που ήθελε ήταν, να ενώσουν οι γονείς της τις πολυθρόνες και να κάτσουν όλοι μαζί μπροστά στο τζάκι, όπως κάθε βράδυ, με εκείνη χωμένη στις αγκαλιές τους.
Μα δεν είπε τίποτα. Έμεινε αμίλητη, όπως έπρεπε, και τους κοιτούσε να τρώνε αργά· σαν κι εκείνοι να έτρωγαν με το ζόρι, της φάνηκε. Σίγουρα θα ήθελαν κι εκείνοι πολυθρόνες κι αγκαλιές, αλλά έπρεπε πρώτα να γίνει το δείπνο. Η Όρλα ήταν μεγάλο κορίτσι πια και ήξερε πότε έπρεπε να γίνει κάτι, ακόμα κι αν δεν ήθελες να το κάνεις. Έκατσε λοιπόν στη θέση της και έκανε υπομονή· αλλά δε μπόρεσε να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Έπαιξε λίγο με το φαί της. Ανακάτεψε το ζουμί στις πατάτες με τα ακροδάχτυλά της, αλλά όχι πολύ· ίσα που το άγγιξε, απλά γιατί βαριόταν. Ο μπαμπάς δε θα την πίεζε ποτέ να φάει με το ζόρι, αλλά θα κρατούσε το πιάτο, για να της το ζεστάνει να φάει το πρωί.
Η μαμά άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της, για να τη σταματήσει. Δε μίλησε βέβαια – και φαινόταν πολύ, πολύ στεναχωρημένη, τα μάτια της γυάλιζαν στο ζεστό φως των κεριών – αλλά χάιδεψε το τραπεζομάντηλο ακριβώς δίπλα στο άλλο χέρι της Όρλα, που δεν ήταν λερωμένο από το ζουμί. Και έμεινε όπως ήταν εκεί, μέχρι που ο μπαμπάς άπλωσε το δικό του χέρι· και έπλεξαν σφιχτά τα δικά τους ακροδάχτυλα και φάνηκαν να ταρακουνιούνται ανεπαίσθητα, σα να πάλευαν να πνίξουν κάποιο κλάμα.
Η Όρλα δεν καταλάβαινε ακριβώς τι συνέβαινε. Ίσως όταν ήταν μικρό παιδί δεν τα θυμόταν καλά και τώρα συνειδητοποιούσε πόσο λυπημένη ήταν αυτή η μέρα. Σίγουρα η μαμά θα ήταν το ίδιο στεναχωρημένη στο δείπνο που είχαν πιάτο για τη γιαγιά – τη δική της μαμά. Σίγουρα ο μπαμπάς θα ήταν το ίδιο στεναχωρημένος στο δείπνο που είχαν πιάτο για τον αδελφό του, που χάθηκε στη θάλασσα. Δεν της πολυάρεσε που, τώρα που μεγάλωνε, έβλεπε τη λύπη της ημέρας περισσότερο από τη χαρά των αγαπημένων της φαγητών. Δεν της πολυάρεσε που έβλεπε τους γονείς της έτσι· ανήμπορους να χαμογελάσουν έστω και λίγο, έστω και μόνο για χάρη της, όπως έκαναν σε άλλες τέτοιες νύχτες. Ίσως όταν ήταν μικρό παιδί δεν τα θυμόταν καλά· αλλά δεν ήταν έτσι τις άλλες φορές. Όχι τόσο έτσι.
Σκούπισε βιαστικά τα ακροδάχτυλά της στο τραπεζομάντηλο και τέντωσε τα μικρά της χέρια για να τα ενώσει με των γονιών της. Μα πριν προλάβει να τους αγγίξει, εκείνοι χωρίστηκαν και συνέχισαν να τρώνε. Μαζεύτηκε πάλι στη θέση της, μουτρωμένη και χάζεψε για λίγο και πάλι το τραπέζι.
Τρεις θέσεις μόνο. Τρία σερβίτσια. Δεν έλειπε κανείς. Το πρόσωπο του μπαμπά φαινόταν πιο θολό και σκοτεινό απ’ότι θα ‘πρεπε, με τόσο φως στο σπίτι. Το πρόσωπο της μαμάς φαινόταν πιο θολό απ’ότι θα ‘πρεπε, τόσο κοντά της που καθόταν. Τρεις θέσεις μόνο. Τρία σερβίτσια. Για ποιον έκλαιγαν; Η Όρλα κοίταξε πάλι το γεύμα μπροστά της. Ήταν μεγάλο κορίτσι πια· θα έτρωγε κι εκείνη με το ζόρι. Έκανε να πιάσει το κουτάλι της, μα σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί.
Τρεις θέσεις μόνο.
Της φάνηκε πως κάποιος τη φώναζε, έξω από το σπίτι. Κοίταξε γύρω της. Ήταν μόνη στο τραπέζι. Οι γονείς της ήταν τώρα ξαπλωμένοι, κοιμισμένοι και αγκαλιασμένοι μπροστά στο τζάκι. Πότε πέρασε η ώρα; Γιατί δεν της είπε κανείς τίποτα; Κατέβηκε γρήγορα από την καρέκλα της και έτρεξε κοντά τους. Πάλι τη φώναζε κάποιος απ’έξω.
Γούρλωσε τα μάτια της και αμέσως τα έκλεισε σφιχτά. Όρμηξε και προσπάθησε να χωθεί ανάμεσά τους. Πάλεψε και χτυπήθηκε για να βολευτεί. Μα κανείς τους δεν ξύπνησε έστω για λίγο, για να λυγίσει το σώμα του και να την ταιριάξει στην αγκαλιά του, όπως πάντα. Η μαμά μόνο βόγκηξε, σαν να την κοιλοπονούσε ξανά από την αρχή, όπως δώδεκα χρόνια πριν. Ο μπαμπάς μόνο αναστέναξε, σα να την κρατούσε ξανά για πρώτη φορά, όπως δώδεκα χρόνια πριν.
Και η Όρλα, η καημένη Όρλα, μεγάλο κορίτσι πια, μόνο δώδεκα χρονών, έμεινε σα σύννεφο από πάνω τους όλη νύχτα· μέχρι που χάθηκε για πάντα, με τη φωνή από τον Αλλόκοσμο και το πρώτο φως της αυγής.
Α. Γάρδα
Comments
Post a Comment