Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 19

    



    Και τώρα βέβαια θα μου πείτε, αγαπητές και αγαπητοί, πώς στο καλό βολεύεται και εθελοτυφλεί για έναν αιώνα, κάποιος που διατείνεται ότι θέλει το καλό όλων στην Τσαγιέρα του; Και, ίσως τελικά, αυτό να είναι απολύτως κατανοητό στους θνητούς· ίσως να μην είναι αυτή η σωστή ερώτηση. Ίσως η απορία σας να είναι: πώς στο καλό βολεύεται και εθελοτυφλεί για έναν αιώνα ένας Δαίμονας, που έχει φορτωμένο στη συνείδησή του έναν απολύτως ζωντανό και ακμαίο άνθρωπο – και όχι τον, ούτως ή άλλως, σχεδόν πεθαμένο Μάτου;
    Δηλαδή, υπάρχει εν μέρει εξήγηση: ο ζωντανός και ακμαίος άνθρωπος κοιμόταν, ανά διαστήματα, για χρόνια και χρόνια· το ξέρουμε αυτό. Δεν ήταν πάντα τελείως ενεργό το απολύτως ζωντανό μυαλό του και δε συγκρουόταν πάντα η ταλαιπωρημένη συνείδησή του με την, εκ των πραγμάτων, ισχυρότατη συνείδηση του Δαίμονα. Αλλά πολλές φορές, ήταν ενεργό το μυαλό· και πολλές φορές, συγκρουόταν η συνείδηση. Γιατί λοιπόν κάποια στιγμή – και συγκεκριμένα, πριν πενήντα χρόνια, όταν ο Οφν βγήκε για μια τυχαία βόλτα έξω από την Τσαγιέρα και ύστερα ο Μάτου αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι του στο χωριό και να απομονωθεί από όλους και όλα – ο Ρέο σταμάτησε και ο ίδιος να προσπαθεί συνειδητά για χρόνια να ελευθερώσει – και τελικά να απελευθερωθεί και ο ίδιος από – τον Τσανγιόλ; Περιμένοντας απλά και παθητικά, να εμφανιστεί από μόνη της μια ευκαιρία από τον έξω κόσμο;
    Δηλαδή, δε σταμάτησε αμέσως· ας μην είμεθα υπερβολικοί χάριν εντυπωσιασμού. Συνέχισε να ψάχνει και να προσπαθεί για μερικά χρόνια, όσο ο Τσανγιόλ κοιμόταν και πάλι. Αλλά χωρίς τις γνώσεις του Μάτου ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Και ίσως και να πίστευε πως, αφού τα παράτησε ο πιο ισχυρός μάγος του κόσμου, ποιος ήταν εκείνος για να συνεχίσει; Ακόμα κι ένας ισχυρότατος Δαίμονας, δεν έχει καμία σχέση με τις μαγικές σφραγίδες των ανθρώπων.
Ήταν τότε και η εποχή, που ο θνητός κόσμος ήταν ακραία απομακρυσμένος από μαγείες ή οτιδήποτε άλλο απειλούσε να αναμοχλεύσει τις παλιές, δυστυχείς και αιματηρές εποχές – όσο κι αν δεν είχαν, επί της ουσίας, σχέση το ένα με το άλλο. Η δημοκρατία είχε ριζώσει επιτέλους για τα καλά, μα η αποδοχή – και η κοινωνικά ώριμη και συγκριτική αλλά και κερδοφόρα επίδειξη – του παρελθόντος ήταν ακόμα μακριά. Και η Τσαγιέρα, μαζί με άλλα υπέροχα και πανάκριβα αντικείμενα, μαγικά ή όχι, είχε βυθιστεί – ακόμα τότε, φαινομενικά για πάντα – στον βούρκο της λήθης ή στα υπόγεια σπιτιών και αυτοκρατορικών ή επαρχιακών αρχείων. Οι περισσότεροι των νεότερων γενεών δεν την ήξεραν καν· και όσοι τη μνημόνευαν ακόμα, ως προσωπική ανάμνηση ή παλιά φήμη, δεν είχαν καμία όρεξη ή άνεση να την αναζητήσουν.
    Και έτσι, ο Ρέο έκατσε και τα μέτρησε και τα υπολόγισε. Σαφώς και δε θα σταματούσε να ελπίζει· σαφώς και θα είχε το νου του για αξιόλογους μάγους ή ταξιδευτές, που ίσως θα του φαίνονταν χρήσιμοι. Αλλά ίσως και να ήταν πιο εύκολο για όλους, να παραδοθούν κάπως. Να ηρεμήσουν για λίγο, να αράξουν για λίγο – όπως έλεγαν και οι νέοι τότε. Να πάψουν να κοπανάνε τον τοίχο μπροστά τους – που έμοιαζε να μη θέλει ούτε να κουνηθεί – και να απολαύσουν τα λουλούδια που φύτρωναν επάνω του. Να ασχοληθούν με το πώς θα μπορούσαν να συνυπάρξουν οι συνειδήσεις τους όσο καλύτερα θα ήταν δυνατόν, παρά να παλεύουν για να τις χωρίσουν τελείως και χωρίς καμία βοήθεια. Για λίγο. Μόνο για λίγο. Μέχρι να αλλάξουν οι καιροί των ανθρώπων. Μέχρι να βρεθεί κάποιος κατάλληλος να αναζητήσει την Τσαγιέρα. Μέχρι-
    Πολλά μέχρι, αγαπητές και αγαπητοί· και τα πολλά μέχρι, σε συνδυασμό με τις πολλές αποτυχίες, κάνουν το μυαλό – ακόμα και του Δαίμονα – να βολεύεται και να θολώνει, μερικές φορές περισσότερο και από αυτό των πνευμάτων μέσα στο κεφάλι ή την Τσαγιέρα του. Και, μερικές φορές, μπορεί ο θολωμένος και βολεμένος Δαίμονας να θεωρεί τα λόγια και τα κίνητρα των σχεδόν νεκρών, όσο αδιαμφισβήτα ειλικρινή και αληθινά είναι και αυτά των τελείως νεκρών. Μερικές φορές, μπορεί να τυφλώνεται από το όνειρο της αληθινής φιλίας και να μη βλέπει τη μονομερή εμμονή της εξάρτησης. Και μερικές φορές, μπορεί να καταφέρνει να παραμένει συγκεντρωμένος στον στόχο του αλλά να μην συνειδητοποιεί ότι ο στόχος μετακινήθηκε. Και από εκεί που τον υπολόγιζε κάπου στον έξω κόσμο, να μην τον νιώσει ούτε στιγμή να σκαρφαλώνει σα σκουλήκι στην πλάτη του.

Το ξέρω ότι δε βγάζω νόημα. Δυστυχώς, θα βγάλω σύντομα.

***

    Ο Σάγια άνοιξε και τα δύο φύλλα της εξώπορτας του σπιτιού, για να μπορέσει να περάσει ο Τσανγιόλ με τη Φαλάκ στα χέρια του. Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα, άνοιξε διάπλατα την πόρτα του υπνοδωματίου της Μάριαμ και περίμενε εκεί.
«Είσαι σίγουρος ότι δε θες βοήθεια;» ρώτησε για πολλοστή φορά τον φίλο του.
Ο Όλαφ ανέβαινε ακριβώς πίσω από τον πολεμιστή, προσέχοντας να τον στηρίξει αν η μέση του τον εγκατέλειπε και η Μάριαμ με τον Οφν ακολουθούσαν ανήσυχοι, μερικά βήματα πιο πίσω.
Ο Τσανγιόλ δεν απάντησε. Έφτασε δίπλα του και ένευσε για να τον ευχαριστήσει. Μπήκε στο δωμάτιο και άφησε τη Φαλάκ στο κρεβάτι. Εκείνη δεν αντέδρασε καθόλου, μόνο το σώμα ανταποκρίθηκε αντανακλαστικά στην αλλαγή. Έμεινε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού, κοιτώντας το κενό, με τα πόδια της να κρέμονται στραβά – και το ξύλινο να έχει γυρίσει σχεδόν ανάποδα, τραβώντας επίπονα τα λουριά που συνδέονταν με το υπόλοιπο σώμα της.
Ο Τσανγιόλ έσκυψε μπροστά της, άπλωσε τα χέρια του και ίσιωσε το πόδι.
«Θέλεις να ξαπλώσεις;» τη ρώτησε. «Μπορείς να ξαπλώσεις με τα ξύλινα άκρα σου;»
Η Φαλάκ δεν απάντησε.
«Ας της τα βγάλουμε, μην τη δυσκολεύουμε περισσότερο» είπε χαμηλόφωνα ο Σάγια, αλλά ο Τσανγιόλ τον σταμάτησε με ένα δεύτερο νεύμα.
«Φαλάκ» είπε, λίγο πιο αυστηρά. «Χρειάζομαι να μου πεις εσύ τι θέλεις.»
Σήκωσε επιτέλους το βλέμμα της και τον κοίταξε.
«Δε θέλω να ξαπλώσω» ψιθύρισε.
«Κανένα πρόβλημα» της απάντησε, μειδιάζοντας ικανοποιημένος.
«Αλλά θέλω να βγάλω το χέρι και το πόδι μου» συνέχισε εκείνη. «Νιώθω να με πνίγουν.»
«Θα τα βγάλουμε αμέσως» είπε εκείνος και σήκωσε το ένα μανίκι της.
Η Φαλάκ σήκωσε λίγο το άλλο χέρι της.
«Δε βγαίνουν έτσι· πρέπει να γδυθώ πρώτα.»
Ο Τσανγιόλ άφησε το μανίκι και σηκώθηκε. Κοίταξε τη Μάριαμ.
«Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω» μουρμούρισε η ηλικιωμένη γυναίκα.
«Είμαι σίγουρος πως θα σε καθοδηγήσει η Φαλάκ» την καθησύχασε εκείνος και την τράβηξε μαλακά δίπλα του. «Πάω να της ετοιμάσω κάτι να φάει.»
«Δε θέλω να φάω» πετάχτηκε ξαφνικά η Φαλάκ, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της. «Θέλω να καταλάβω γιατί δε θέλει να δει το παιδί του. Πώς είναι δυνατόν να μη θέλει να δει το παιδί του; Γι’αυτήν δεν έγιναν όλα;» μονολόγησε και άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της.
Ο Τσανγιόλ βγήκε από το δωμάτιο, σπρώχνοντας τους άντρες και τον Οφν μαζί του και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
«Τι συνέβη εκεί πάνω;» ρώτησε τον καλικάντζαρο.
Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
«Δεν πρόκειται να πω κουβέντα χωρίς τον Ρέο.»
«Ο Ρέο λείπει τώρα και δεν ξέρω πού είναι και τι κάνει. Προσπαθούμε να την βοηθήσουμε. Μίλα.»
«Σου εγγυώμαι πως υπάρχουν σοβαρότερα προβλήματα από... ό,τι είναι αυτό που περνάει το κορίτσι τώρα.»
«Οφν.»
«Όχι, αποκλείεται, δεν υπάρχει περίπτωση. Έχεις να με δεις πενήντα χρόνια. Μου υποσχέθηκες ότι θα τραγουδήσουμε.»
«Οφν, καταλαβαίνω ότι έχεις υποφέρει πολύ, όλον αυτόν τον καιρό που ήσουν φυλακισμένος στον πύργο. Δεν υπάρχει κανείς να σε καταλάβει καλύτερα από εμένα. Αλλά ξέρω ότι είσαι πολύ καλύτερος από αυτό που ακούω αυτή τη στιγμή.»
«Το κορίτσι είναι καλά, είναι ασφαλής» επέμεινε ο καλικάντζαρος. «Απλά τσακώθηκε με τον γεροξεκούτη. Κάτι της είπε από τις συνηθισμένες βλακείες του και εκείνη δεν το περίμενε. Δεν της έκανε τίποτε άλλο, στο υπόσχομαι. Άστην να ξεκουραστεί. Σύντομα θα έρθει και ο Ρέο και θα σου εξηγήσει τα πάντα.»
«Απλά της είπε κάτι;»
Ο Οφν τίναξε τα χέρια του.
«Αλήθεια! Σου υπόσχομαι ότι δεν την άγγιξε καν. Σε παρακαλώ. Δώσε μου λίγη ώρα· λίγη ώρα μόνο, να προσποιηθούμε ότι όλα είναι όπως πριν. Πριν έρθει ο Ρέο και όλα αλλάξουν.»
Το βλέμμα του Τσανγιόλ φώτισε.
«Αλλάξουν; Έμαθε τον τρόπο να με ελευθερώσει;» ρώτησε αργά, φοβούμενος ακόμα και να ξεστομίσει τις λέξεις.
Ο Οφν άρπαξε το χέρι του και το έσφιξε.
«Λίγη ώρα μόνο» επανέλαβε.

***

    Η Σοφή Ντονιάγου Ζουκονκουτάι Γιγινγκίν Γιαόκα άπλωσε το χέρι της και άγγιξε μαλακά το μάγουλο της Σοφής Χασίν Τσιντιμάν Κουέγκο Γιεράντ.
«Απλά θέλω να μιλήσουμε Χασίν μου.»
Εκείνη τραβήχτηκε προς τα πίσω, σπρώχνοντας το χέρι της Ντόνι μακριά από το πρόσωπό της. Κοίταξε πλάγια τις γωνίες του γραφείου της και ύστερα έστρωσε τον γιακά του βελούδινου φορέματός της.
«Οι Δίδυμες μπορεί να μας παρακολουθούν Ντόνι» είπε αυστηρά.
«Κανείς δε μας παρακολουθεί.»
«Οι Δίδυμες είχαν ανακοινώσει να μην ανακατευτούμε καθόλου με τα Μάτια-Που-Βλέπουν.»
«Δε θα ανακατευτούμε.»
«Εσύ ανακατεύεσαι τώρα.»
«Απλά συζητάμε για τα νέα μας.»
«Ήρθες κρυφά στην επικράτειά μου για να μάθεις τι συνέβη με τους Δαίμονες και τα Μάτια-Που-Βλέπουν. Δεν είναι απλή συζήτηση αυτή.»
«Απλά θέλω να μάθω τι έγινε.»
«Τίποτα δεν έγινε. Ακόμα κι αν είχε γίνει κάτι, θα ενημέρωνα τις Δίδυμες και κανέναν άλλον.»
«Κάτι περίεργο ξεκίνησε από τη δική μου επικράτεια, Χασίν. Απλά θέλω να προστατέψω τους δικούς μου.»
«Δεν είναι καθόλου περίεργο να τριγυρνάνε οι Δαίμονες παντού και ελεύθερα, όταν υπάρχουν ενεργοί συναγερμοί για άλλους Δαίμονες και ενεργοί Αγώνες Διαδοχής.»
«Και δε σε ενοχλεί που πλησίασαν τα Μάτια-Που-Βλέπουν;»
«Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι πλησίασαν τα Μάτια-Που-Βλέπουν. Εσύ η ίδια το παραδέχτηκες αυτό. Μια λέξη που συνήθως – αλλά όχι πάντα – χρησιμοποιείται από Δαίμονες και φίλους τους, δεν είναι απόδειξη. Αλλά, ακόμα κι αν οι Δαίμονες είχαν πράγματι πλησιάσει τα δυο κορίτσια, θεωρώ πιο πιθανό να το έκαναν για να ρωτήσουν ή να μάθουν πλαγίως για τους πιο καλά κρυμμένους δικούς τους, αν τα κορίτσια είχαν κάποια γνώση από δεύτερο ή τρίτο χέρι και δεν το ήξεραν· και όχι για οτιδήποτε άλλο ύποπτο.»
«Χασίν μου, απλά θέλω-»
«-όπως και να’χει...» την έκοψε επιδεικτικά η δεύτερη Σοφή «... ό,τι περίεργο νομίζεις εσύ ότι συνέβαινε στα μέρη σου, δε συμβαίνει πια στα μέρη σου· και άρα, δε σε αφορά. Οι δικοί σου είναι μια χαρά.»
«Οι Δαίμονες τριγυρνάνε παντού και αυτό μας αφορά όλους.»
«Οι Δαίμονες τριγυρνάνε παντού εδώ και πενήντα χρόνια, Ντόνι, λόγω των Αγώνων Διαδοχής. Απλά» είπε την τελευταία λέξη κοροϊδευτικά.
Η Ντόνι πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Δεν ενοχλεί κανέναν άλλον που τριγυρνάνε ακόμα;» ρώτησε εκνευρισμένη. «Τι σημαίνει, μπορούν να πηγαίνουν ελεύθερα και παντού, μέρα-νύχτα, μέχρι να βρουν όλους τους δικούς τους για να συμμετάσχουν στους Αγώνες; Δηλαδή, θα μας ενοχλούν για αιώνες;»
«Έχουν αυτή την επιλογή Ντόνι. Ο κόσμος μας τους έδωσε αυτήν την επιλογή και αυτές είναι συμφωνίες πανάρχαιες. Και ναι, μπορεί να είναι λίγο ενοχλητικοί· αλλά έχουν τηρήσει κατά γράμμα τους κανόνες αυτών των συμφωνιών. Δεν έχουν πειράξει κανέναν κατά την αναζήτησή τους και όταν ανακάλυπταν κρυμμένους δικούς τους, τους έπαιρναν κατευθείαν στα Υπόγεια χωρίς καμία συνέπεια για τους άλλους κόσμους.»
«Ναι, αλλά δε σου φαίνεται ύποπτο που επέλεξαν, μετά από χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, να μείνουν χωρίς Βασιλιά ή Βασίλισσα για όσο χρειαστεί, μέχρι να συμμετάσχει στους Αγώνες ακόμα και η τελευταία, τυχαία Δαίμονας, που μπορεί να κρύβεται γιατί είναι απλά άχρηστη;»
«Ανόητο, ναι. Ύποπτο, όχι.»
«Ξέρουν μέχρι και τον τελευταίο Δαίμονα που υπάρχει σε οποιονδήποτε κόσμο.»
«Ναι, αλλά τι σχέση έχει αυτό;»
«Δε νομίζω ότι θέλουν να είναι ανόητα ακριβείς με τους κανόνες των Αγώνων Διαδοχής.»
«Και τι νομίζεις, Ντόνι;» αναστέναξε η Χασίν.
«Νομίζω ότι ψάχνουν κάποιαν ή κάποιον συγκεκριμένο.»
«Ωραία. Μπράβο τους. Εμάς τι μας νοιάζει;»
Το βλέμμα της Ντόνι άδειασε ξαφνικά.
«Δεν ξέρω» παραδέχτηκε. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι είχαν επαφή με τα Μάτια-Που-Βλέπουν στην πρωτεύουσα.»
«Πάμε πάλι» είπε η Χασίν τινάζοντας τα χέρια της.
«Και ξανά εδώ, εμφανίστηκαν ανοιχτά στο κτήμα τους.»
«Ναι. Όπως εμφανίστηκαν και αλλού.»
«Και βρήκαν εκεί την πρώτη Κλαίουσα.»
«Δε φτάνει που, αν μας παρακολουθούν οι Δίδυμες, διακινδυνεύεις να υποθέσουν ότι μπλέκομαι στα κουτσομπολιά σου, μιλάς και με τους δικούς μου πριν έρθεις σε εμένα;»
«Οι δικοί σου μιλάνε μεταξύ τους κι εγώ έτυχε να τους ακούσω στον δρόμο μου προς τα ΄δω» απολογήθηκε η Ντόνι. «Δεν είναι δα και κανένα μυστικό ότι βρέθηκε η πρώτη Κλαίουσα· μέχρι και ο Σάμσον θα το έχει ακούσει στον ύπνο του μέχρι τώρα.»
«Ντόνι φύγε, σε παρακαλώ. Και πήγαινε κάτσε στην επικράτειά σου και μην κάνεις και μην πεις τίποτε άλλο και περίμενε να βγάλουν νέα οι Δίδυμες ή ο Σάμσον ή κάποιος άλλος από τους Άρχοντες· όπως κάνουμε οι υπόλοιποι Σοφοί.»
«Μα, Χασίν-»
«-Ντονιάγου Ζουκονκουτάι Γιγινγκίν Γιαόκα, από αυτή τη στιγμή και στο εξής και μέχρι να κρίνω διαφορετικά, είσαι ανεπιθύμητη στην επικράτειά μου.»
«Χασίν!»
«Θα φύγεις μόνη σου ή θα φωνάξω τα γατιά μου;»
Η Ντόνι γρύλισε, κοπάνησε το πόδι της στο πάτωμα και εξαφανίστηκε μέσα σε μια πορτοκαλί αστραπή. Η Σοφή Χασίν Τσιντιμάν Κουέγκο Γιεράντ, μόλις που πρόλαβε να κλείσει τα μάτια της για να μην τυφλωθεί.
«Ναγιού!» φώναξε, ψάχνοντας με τα χέρια της μια καρέκλα για να κάτσει.
«Ναι, Χασίν;» απάντησε βαριεστημένα μια θεόρατη, λευκή γάτα, που βγήκε αργά από τις σκιές του δωματίου και σύρθηκε και τρίφτηκε στο ταβάνι.
Η Χασίν έκατσε στην καρέκλα που βρήκε και άνοιξε διστακτικά τα μάτια της.
«Είχαμε νεώτερα από τα κορίτσια;»
«Το Αριστερό-Μάτι-Που-Βλέπει, λείπει ακόμα. Το Δεξί είναι στο σπίτι με την Κλαίουσα. Μίλησαν λίγο με τη Μητέρα Κουκουβάγια του κτήματος, για τον λόγο που ήρθαν οι Δαίμονες στα σύνορά τους. Έμαθαν για τους Αγώνες Διαδοχής. Τίποτε ανησυχητικό.»
«Δεν άκουσες τίποτε άλλο;»
«Όχι, δεν είπαν κάτι άλλο.»
«Δε ρώτησα αν είπαν κάτι άλλο αλλά αν άκουσες κάτι άλλο.»
«Χασίν, δεν τις παρακολουθώ μυστικά!» φώναξε προσβεβλημένα η Ναγιού. «Απλά ρώτησα τη Μητέρα Κουκουβάγια για το τι συζήτησαν!»
«Θα μπορούσες να τις παρακολουθήσεις και μυστικά. Ο Μούμπε είπε ότι δεν έχει πρόβλημα να σε αφήσει να τριγυρίσεις παντού στο κτήμα, σωστά;»
«Ο Μούμπε είναι τσαντισμένος που δε μπορεί να τις κρυφακούσει ο ίδιος, αλλιώς δε θα με άφηνε ούτε να πλησιάσω τα σύνορά του. Και, απ’ότι φαίνεται, είμαι η μόνη που σέβεται τα ηθικά μας όρια, αλλά και τις επίσημες υποσχέσεις για ιδιωτικότητα που δώσαμε, πριν χρόνια, σε δυο ελεύθερες ανθρώπους.»
«Θα το έκανες για το καλό τους. Επειδή ανησυχούμε.»
«Να θυμηθώ λοιπόν να παρακολουθήσω κι εσένα χωρίς τη γνώση και τη θέλησή σου, αν ποτέ ανησυχήσουν κι εκείνες για εσένα.»
«Ναγιού» είπε αυστηρά η Σοφή.
«Χασίν» ανταπέδωσε η γάτα. «Δεν πατάμε επίσημες υποσχέσεις, αν δεν υπάρχει πολύ, πολύ, πολύ σοβαρός λόγος. Ούτε οι Δίδυμες δεν έχουν τολμήσει να το κάνουν· και αγαπάνε κι ανησυχούν για τα κορίτσια σχεδόν όσο κι εμείς.»
Η Χασίν αναστέναξε.
«Ακόμα επιμένει ο Μούμπε, ότι δεν ξέρει πού είναι η Φαλάκ;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Ναι.»
«Ακόμα επιμένει ότι δεν την πήρε χαμπάρι όταν έφυγε από το κτήμα;»
«Ναι.»
«Τον πιστεύεις;»
«Ω, ναι.»
Ξεφύσηξε σκεπτική, δυο και τρεις φορές. Έτριψε τα μάτια της και σηκώθηκε από την καρέκλα.
«Θα έπρεπε να ειδοποιήσω τις Δίδυμες για την επίσκεψη της Ντόνι.»
«Αλλά δε θα το κάνεις;»
«Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Η Φαλάκ δεν είναι στο κτήμα, αλλά δε βγήκε από το κτήμα...» μονολόγησε. «Είναι δυνατόν να είναι πράγματι, συνειδητά, μπλεγμένες με τους Δαίμονες;»
«Όχι βέβαια» διαμαρτυρήθηκε η Ναγιού. «Τα κορίτσια ποτέ δε θα μπλέκονταν με Δαίμονες, τουλάχιστον όχι με τη θέλησή τους.»
«Όχι βέβαια» επανέλαβε ανέκφραστα η Χασίν. «Και δε μπορεί να έχουν μπλεχτεί ούτε εκβιαστικά· ή να ξεγελάστηκαν. Τα Αερικά της Ντόνι δε βρήκαν καμία μαγική επιρροή από Δαίμονες.»
«Τα Αερικά της Ντόνι δεν κάνουν ποτέ λάθος γι’αυτά τα πράγματα» συνέχισε ο Ναγιού.
«Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να έχουν ξεγελαστεί από Δαίμονες με απλούστερους τρόπους, χωρίς μαγική επιρροή.»
«Τα κορίτσια ποτέ δε θα ξεγελιόντουσαν χωρίς μαγική επιρροή.»
«Τουλάχιστον, όχι χωρίς να το πάρει κανείς χαμπάρι. Και οι κόρες της Γκιούλικα είναι καλά και ασφαλείς.»
«Είναι» επιβεβαίωσε η Ναγιού.
«Και κανείς άλλος γνωστός ή φίλος τους δεν κινδυνεύει.»
«Κανείς.»
«Δε μπορεί να έχουν μπλεχτεί με Δαίμονες, προσπαθώντας να σώσουν κάποιον δικό τους.»
«Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για κάτι τέτοιο.»
«Και τότε... τι στο καλό συμβαίνει;»
«Ίσως τίποτα. Όπως τα είπες στη Ντόνι.»
«Ίσως και κάτι. Όπως μου τα είπε εκείνη.»
«Οι Δίδυμες ξεκαθάρισαν ότι θα το φροντίσουν οι ίδιες.»
«Ναι, το είπαν» είπε μηχανικά η Χασίν και αμέσως έγυρε το κεφάλι της προς το ταβάνι. «Αλλά έχουν και την εγκυμοσύνη της Ντουίν...»
«...και την πιθανή, επερχόμενη εγκυμοσύνη της Μαγκού» συμπλήρωσε η Ναγιού.
Οι δυο τους κοιτάχτηκαν αμίλητες για λίγη ώρα.
«Θα μπορούσα να επισκεφθώ το κτήμα ανοιχτά» είπε η Χασίν.
«Λόγω της Κλαίουσας;» ρώτησε η Ναγιού.
«Ένα τέτοιο πλάσμα εμφανίστηκε ξαφνικά και ανοιχτά στην περιφέρειά μου.»
«Έχεις σχεδόν υποχρέωση να εμφανιστείς, βάσει πρωτοκόλλου.»
«Και τα κορίτσια δε μπορεί να μην υποθέτουν αυτή μου την υποχρέωση.»
«Δε μπορεί να μην υποθέτουν τουλάχιστον την περιέργειά σου για ένα τέτοιο πλάσμα.»
«Εάν όμως τις επισκεφθώ επίσημα, μέσω πρωτοκόλλου, θα το μάθουν και οι Δίδυμες.»
«Σίγουρα θα ξέρουν και οι ίδιες μέχρι τώρα για την Κλαίουσα. Ίσως μέχρι αύριο να λάβεις και δική τους εντολή, για να κάνεις επίσημη επίσκεψη.»
«Ναι, βέβαια...» μουρμούρισε η Χασίν. «Ναγιού;»
«Ναι;»
«Ενεργοποίησε το πρωτόκολλο τώρα και ετοίμασε την άμαξά μου.»
«Να προλάβουμε τις Δίδυμες; Συμφωνώ. Θα κάνεις και καλή εντύπωση, ότι παίρνεις σωστές πρωτοβουλίες.»
«Τουλάχιστον να προλάβω να μάθω και να σώσω ό,τι μπορώ, πριν ανακατευτούν στη δική μου επικράτεια όλα τα πρωτόκολλα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο.»

***

    Η Μάριαμ βοήθησε τη Φαλάκ να γδυθεί και, χωρίς να το ξέρει, ήταν η πρώτη μετά από πολύ καιρό που είδε πώς έδεναν τα ξύλινα άκρα πάνω στο σώμα της. Τους δερμάτινους ιμάντες που στριφογύριζαν σφιχτά γύρω από τη μέση και το στήθος της, καλύπτοντας μεγάλο μέρος του μικροκαμωμένου σώματός της, κρατώντας το χέρι και το πόδι της στις σωστές θέσεις. Τα φρύδια της ηλικιωμένης γυναίκας ζάρωσαν λυπημένα και σταμάτησε για λίγο, χαζεύοντας αυτήν την τόσο εκπληκτική – αλλά και τρομερή – κατασκευή.
«Πάντα κουτσαίνω λίγο» είπε η Φαλάκ, σχεδόν απολογητικά. «Αλλά αυτά τα τελευταία είναι πολύ, πολύ καλύτερα από τα προηγούμενα. Σχεδόν δεν το καταλαβαίνουν οι άλλοι ότι δεν περπατάω ακριβώς σαν αυτούς· ειδικά τώρα, που είναι της μόδας τα πιο φαρδιά, ριχτά ρούχα. Οι περισσότεροι που δε με ξέρουν, νομίζουν ότι χρησιμοποιώ το μπαστούνι λόγω κάποιου κάποιας περίεργης επίδειξης μεγαλομανίας.»
«Συγγνώμη κορίτσι μου, δεν ήθελα να-»
«-και μπορώ να φάω κανονικά» συνέχισε η Φαλάκ, σα να μην την είχε ακούσει. «Με το χέρι βέβαια, φαίνεται πολύ πιο εύκολα ότι κάτι δεν πάει καλά, ακόμα κι αν φοράω γάντια. Αλλά... ναι· αυτά τα τελευταία είναι πολύ, πολύ καλύτερα από τα προηγούμενα.»
«Είναι υπέροχα» είπε η Μάριαμ αποφασιστικά.
Η Φαλάκ την κοίταξε έκπληκτη.
«Σου έχουν χαρίσει μια ζωή που δε θα είχες αλλιώς. Δε σε λυπήθηκα που τα έχεις· απλά σκέφτηκα... οι ιμάντες θα πρέπει να σε πονάνε.»
«Α, ναι. Όχι τόσο, τώρα πια. Έξω, στον κόσμο μου, υπάρχουν και κάτι καινούρια, μεταλλικά που, απ’ότι έχω καταλάβει, δένουν πολύ πιο απλά και εύκολα και είναι πολύ πιο ελαφριά.»
«Ελπίζω να μπορέσεις να τα αποκτήσεις κάποια στιγμή. Φαντάζομαι, θα είναι πολύ πιο ακριβά.»
«Ναι, πράγματι. Ήλπιζα ότι θα μπορούσα να τα αγοράσω πολύ σύντομα. Είχα μια πολύ καλή πρόταση για δουλειά.»
«Τι δουλειά κάνεις;»
«Είμαι κεραμοποιός.»
«Είσαι καλή;»
«Σε αυτό για το οποίο μου πρότειναν τη δουλειά, είμαι η καλύτερη.»
«Μπράβο. Χαίρομαι. Είναι πολύ καλό που έχεις δουλειά γενικά. Στην εποχή μου δεν ήταν εύκολο για τις περισσότερες γυναίκες.»
«Δεν είμαι καθόλου σίγουρη πια, αν θα την πάρω.»
«Γιατί;»
«Γιατί...» ξεκίνησε να λέει η Φαλάκ και έλυσε τον ιμάντα του ποδιού της, χαζεύοντας αδιάφορα γύρω στο δωμάτιο.
Το βλέμμα της έπεσε στον ζωγραφισμένο τοίχο απέναντί της.
«Εσύ το έκανες αυτό;» ρώτησε.
Η Μίριαμ χαμογέλασε θλιμμένα.
«Α. Όχι. Εγώ ασχολούμαι μόνο με τη μουσική. Αυτό είναι της Αμπούγια.»
«Αμπούγια; Η γυναίκα του Μάτου;»
«Ναι.»
Η Φαλάκ γούρλωσε αργά τα μάτια της.
«Εδώ ήταν το σπίτι του Μάτου» θυμήθηκε.
«Ναι. Εδώ έμενε στην αρχή, με την Αμπούγια και τον Τσανγιόλ. Η Αμπούγια δεν ήταν μόνο ισχυρή μάγισσα· αλλά και μια καταπληκτική ζωγράφος.»
«Τον γνώριζες καλά τον Μάτου;»
«Ναι, βέβαια. Με την Αμπούγια ήμασταν πολύ καλές φίλες από όταν πρωτοφτιάχτηκε η Τσαγιέρα. Όταν ακόμα έμπαιναν με τον Μάτου, ως ζωντανοί επισκέπτες· αλλά και αργότερα, όταν εκείνη πέθανε και πριν απομονωθεί στον πύργο.»
«Τι άνθρωπος ήταν; Ο Μάτου;»
Η Μίριαμ αναστέναξε.
«Υποθέτω, καλός. Ευγενικός. Λίγο περίεργος, αλλά νομίζω πως αυτό ισχύει για όλους τους μάγους.»
«Το παιδί του το αγαπούσε;»
Η Μίριαμ φάνηκε να μην περίμενε τη συγκεκριμένη ερώτηση.
«Ποιος γονιός δεν αγαπάει το παιδί του;» απάντησε διστακτικά.
«Δε ρωτάω γενικά.»
«Κι εγώ δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να σου απαντήσω ειδικά. Ναι, νομίζω πως το αγαπούσε. Το προστάτεψε με ό,τι είχε και δεν είχε.»
«Δε θα ήταν πιο λογικό να έχει κοντά του την κόρη του για να μπορεί να την προστατέψει σωστά;»
«Δεν ξέρω τι θα ήταν πιο λογικό. Η Αμπούγια πέθανε στη γέννα και τον έβαλε να της υποσχεθεί πως η μικρή θα ζούσε μακριά από μαγείες. Πώς να αψηφήσει την τελευταία επιθυμία της;»
«Μα η Αμπούγια θα ήταν εδώ μέσα. Θα μπορούσε να της ξαναμιλήσει, να της εξηγήσει πόσο σκληρό ήταν αυτό που ξεστόμισε λίγο πριν τον θάνατό της. Να την πείσει να κρατήσουν την κόρη τους κοντά τους, έτσι όπως πρέπει.»
«Δεν ξέρω κορίτσι μου» είπε η Μίριαμ και στριφογύρισε τον ιμάντα του ποδιού της Φαλάκ, για να τον ελευθερώσει από το σώμα της και να τραβήξει το ξύλινο άκρο. «Ο Μάτου δεν ήταν και ποτέ ιδιαίτερα δεμένος με την ιδέα ενός παιδιού. Η Αμπούγια ήταν πάντα εκείνη που το επιθυμούσε διακαώς και τον έπειθε να προσπαθήσουν, ξανά και ξανά.»
«Αλήθεια;»
«Δηλαδή, είχα πάντα αυτήν την εντύπωση. Ο Μάτου βέβαια λάτρευε την Αμπούγια και ποτέ δε θα της αρνιόταν οτιδήποτε. Μα αν εκείνη, η λατρεία του, πέθανε γεννώντας το παιδί που εκείνος ποτέ δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε καν... ίσως και να ήταν καλύτερα να μεγαλώσει το παιδί μακριά του. Είναι μόνο η άποψή μου, όμως. Άλλωστε, εγώ είμαι μια νεκρή μέσα σε μια μαγική τσαγιέρα.»
Η Φαλάκ δε συνέχισε τη συζήτηση. Έλυσε και τον ιμάντα του χεριού της και η Μίριαμ τον ξετύλιξε από το στήθος της, τραβώντας μαλακά το ξύλινο άκρο, αφήνοντάς το προσεκτικά στο κρεβάτι.
«Εσύ όμως γιατί θες να μάθεις αν αγαπούσε ο Μάτου το παιδί του;» ρώτησε τελικά η γυναίκα. «Τι σχέση έχει αυτό με τους απογόνους της;»
«Απλά...» δίστασε η Φαλάκ.
Και αμέσως, σα να ξύπνησε ξαφνικά, κοίταξε την κλειστή πόρτα.
«Ο Ρέο! Πού είναι ο Ρέο;»
«Δεν ξέρω. Θα έρθει όμως. Πιθανολογώ πως βρήκατε τρόπο να ελευθερώσετε τον Τσανγιόλ και πήγε να προετοιμάσει κάτι; Ήταν πολύ βιαστικός» ρώτησε ξανά η Μίριαμ, κοιτώντας την με ελπίδα.
Η Φαλάκ δεν απάντησε. Και η Μίριαμ δεν επέμεινε.
Ξεκίνησε να μαζεύει τα ρούχα της και να τα διπλώνει αργά.
«Ήταν εκπληκτικό πάντως, που βρεθήκατε εσύ και η φίλη σου στο δρόμο μας. Αν δεν ήσασταν εσείς... δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω που βοηθάτε τον Τσανγιόλ μου. Είναι σαν παιδί μου, ξέρεις. Δεν είχα ποτέ δικά μου παιδιά κι όμως αυτός, ολόκληρος άντρας, μπήκε στην καρδιά μου και τη φώτισε σα δικό μου σπλάχνο.»
«Δε χρειάζεται να μας ευχαριστήσεις» είπε αμήχανα η Φαλάκ.
«Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεχτήκατε να βοηθήσετε. Προφανώς έχετε καλή καρδιά. Αλλά αυτό δε φτάνει για να πιστέψεις και να ακολουθήσεις έναν Δαίμονα μέσα σε μια μαγική Τσαγιέρα, χωρίς αποδείξεις για όσα ισχυρίζεται.»
«Δεν ήταν η καλή μας η καρδιά» παραδέχτηκε η Φαλάκ. «Δεν ήταν αυτή που με έφερε εδώ μέσα δηλαδή. Ήταν κάτι άλλο, πέρα από όλους μας. Δεν ξέρω αν μπορώ ή αν πρέπει να το εξηγήσω.»
Η Μίριαμ την κοίταξε για λίγο, ερευνητικά.
«Και πάλι» είπε τελικά. «Ακόμα κι αν ήταν κάτι άλλο που σας έφερε εδώ μέσα εξαρχής, δεχτήκατε να βοηθήσετε. Και επιμείνατε. Κι αυτό ήταν όλο δικό σας, δίχως αμφιβολία.»
«Ναι, αυτό ήταν συνειδητό.»
«Δε θα το έκαναν πολλοί αυτό.»
«Μπορούμε να βοηθήσουμε και βοηθάμε» είπε η Φαλάκ ανασηκώνοντας τους ώμους της.
«Είσαι στ’αλήθεια τόσο ταπεινή;»
«Ταπεινή; Καθόλου. Είμαι όμως κι εγώ ένας άνθρωπος, που βρέθηκα σε μια δύσκολη καθημερινότητα» είπε κι έδειξε τα λειψά άκρα της. «Κι αν ζω σε έναν πολύ καλύτερο κόσμο από αυτόν στον οποίο ζήσατε εσύ ή ο Τσανγιόλ, δε σημαίνει ότι όλα είναι τέλεια.»
«Φαντάζομαι πως όχι.»
«Όσο κι αν πάλεψαν και φώναξαν οι γονείς μου – κι ύστερα εγώ για εμένα – για να έχω μια κανονική ζωή, ξέρω πως δεν ήταν αρκετό. Όσα κι αν είχαμε ή προσφέραμε, πρακτικά ή συναισθηματικά, δε θα ήταν ποτέ αρκετά για ένα ανάπηρο κορίτσι χωρίς περιουσία ή υψηλές γνωριμίες· ή έστω μια τόσο ολοκληρωτικά μαγευτική και αποδεκτή ομορφιά-»
«-που να είναι από μόνη της σαν περιουσία» συμπλήρωσε η Μίριαμ.
Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν με κατανόηση.
«Δεν ξεχνάω...» συνέχισε η Φαλάκ «... πόσο μας βοήθησαν και άλλοι άνθρωποι· απλά γιατί μπορούσαν. Με τα χρήματα ή τη δική τους επιρροή. Χωρίς να το ζητήσουμε. Επανειλημμένα και χωρίς άλλο συμφέρον ή σκοπό. Αν είμαι εδώ τώρα, έτσι όπως είμαι, είναι και χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους. Που μπορούσαν να με βοηθήσουν· αλλά, κυρίως, που το έκαναν.»
Η Μίριαμ χαμογέλασε ικανοποιημένη.
«Χαίρομαι που, όταν ελευθερωθεί ο Τσανγιόλ μου, θα έχει εσένα και τη φίλη σου στον έξω κόσμο να τον βοηθήσετε να ξαναφτιάξει τη ζωή του.»
«Ελπίζω να μπορέσει να το κάνει. Δεν ξέρω πώς θα τον εμφανίσουμε ξαφνικά στην κοινωνία μας· αλλά θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε.»
«Άρα, είναι αλήθεια αυτό που εννοούσε ο Οφν πριν; Βρέθηκε πράγματι τρόπος να τον ελευθερώσετε;»
«Τι είπε ο Οφν;»
«Ότι ήθελε να κάτσουν λίγο με τον Τσανγιόλ, πριν αλλάξουν τα πάντα. Αυτό σημαίνει ότι βρέθηκε η λύση, σωστά; Δεν υπάρχει άλλη σημασία στα λόγια του, σωστά;»
Η Φαλάκ προσπάθησε να φέρει καθαρά στη μνήμη της όσα συνέβησαν στον πύργο, λίγη ώρα πριν. Δεν είχε καμία ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο Ρέο είχε βρει τρόπο. Ξέρω τα πάντα, είχε πει· αυτό δε σήμαινε ότι υπήρχε τρόπος. Αλλά προφανώς είχε βρεθεί μόνος με τον Οφν πριν εμφανιστούν στον διάδρομο ξανά, οπότε... ίσως;
«Ας επιστρέψει πρώτα ο Ρέο» είπε κι εκείνη αινιγματικά και τέντωσε το σώμα της για να ξεπιαστεί από τους ιμάντες.

***

    Ο Οφν αποκοιμήθηκε γαλήνια στην αγκαλιά του Τσανγιόλ, μετά από τρία μόλις τραγούδια. Ο Όλαφ ξαναγέμισε με ζεστό ποτό τις κούπες τους και έκατσε πάλι αναπαυτικά στην πολυθρόνα απέναντί τους.
«Είχα ξεχάσει πόσο ευχαριστιόμουν τις εποχές που ξυπνούσες· και καθάριζαν λίγο τα μυαλά όλων μας από τη λήθη του θανάτου» είπε ο μεγαλόσωμος άντρας και άδειασε τη δική του κούπα σε μια γουλιά.
«Αλήθεια ευχαριστιέσαι όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα; Και μήπως δεν έχεις θυμηθεί ακόμα, πόσο επιβαρύνω τη συνείδηση του Ρέο όταν είμαι ξύπνιος;»
Ο Όλαφ κούνησε το χέρι του υποτιμητικά.
«Όσο κι αν την επιβαρύνεις, χαίρεται κι ο ίδιος όσο κι εμείς, όταν περπατάς ανάμεσά μας. Και γι’αυτά που συμβαίνουν τώρα... βρήκαμε και πάλι τον μπαγάσα τον Οφν. Γνωρίσαμε τη δεσποινίς Φαλάκ. Κατά πάσα πιθανότητα, βρήκανε τρόπο να σε ελευθερώσουν. Τι να μην ευχαριστιέμαι από όλα αυτά;»
Ο Τσανγιόλ ξεφύσηξε ανήσυχος.
«Τα πνεύματα στη λίμνη αναστατώνουν την ισορροπία της Τσαγιέρας.»
«Πφφφ, σιγά. Για λίγες μέρες μόνο. Και είπαμε· μάλλον θα είσαι ελεύθερος πολύ σύντομα, οπότε χαλάλι η αναστάτωση. Κι εμείς και ο Ρέο θα είμαστε μια χαρά.»
«Θα είμαι ελεύθερος πολύ σύντομα...» μουρμούρισε ο Τσανγιόλ.
«Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
«Πότε;»
«Όταν βγεις έξω.»
«Τι να κάνω;» ανασηκώθηκε νευρικά στη δική του πολυθρόνα, προσέχοντας μην ξυπνήσει τον Οφν.
«Θα γίνεις πάλι πολεμιστής; Θα οργώνεις τη γη; Ή μήπως να εξερευνήσεις την κλίση σου στην ποίηση;»
«Δεν ξέρω.»
«Τι εννοείς, δεν ξέρεις;»
«Θα βγω σε έναν κόσμο εκατό χρόνια μετά τον δικό μου. Έχουν δημοκρατία εκεί έξω, το ξέρεις;»
«Τι είναι η δημοκρατία;»
«Ακριβώς. Έχουν άμαξες που κυκλοφορούν άδειες στους δρόμους και μπορεί να τις πάρει όποιος έχει έστω και λίγα νομίσματα· για να πάει από εκεί που είναι, εκεί που θέλει· είτε είναι ευγενής είτε όχι.»
«Α, πολύ ωραίο αυτό!»
«Όλοι μαθαίνουν γράμματα μέχρι να ενηλικιωθούν· ακόμα και οι φτωχοί. Και για τους μεγάλους, έχουν επαγγελματικές σχολές που μπορεί να πάει ο οποιοσδήποτε· δίνουν εξετάσεις και, αν επιτύχουν, μπαίνουν στη σχολή που θέλουν. Κι αν είναι φτωχοί, μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από το κράτος. Και να την πάρουν.»
«Εξαιρετικό!»
«Επιτρέπεται να παντρεύεσαι όποιον θέλεις. Αν και δεν είναι τόσο εύκολο όσο το περιγράφω, δε χρειάζεται να ζητήσεις επίσημη άδεια από γονείς ή τον έπαρχο· ακόμα κι αν είστε σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι τόσο αδιαπέραστες όπως ήταν στις δικές μας εποχές.»
«Δε μπορεί.»
«Και οι γυναίκες μπορούν να ζουν και να βγαίνουν έξω μόνες τους. Χωρίς οποιοδήποτε κάλυμμα κεφαλής ή καπέλο. Μπορούν να εργάζονται χωρίς άδεια. Μπορούν να μιλάνε σε όποιον θέλουν χωρίς άδεια. Και να κληρονομούν περιουσίες από τους πατεράδες ή τους συζύγους τους. Ακόμα και από τις μητέρες τους μπορούν να κληρονομούν.»
«Καταπληκτικό!»
«Και οι άρρωστοι μπορούν να πάνε σε γιατρό και σε Θεραπευτήρια χωρίς να πληρώνουν. Και οι Θεραπευτές έχουν τρόπους να τους κοιμίζουν και να τους φτιάχνουν τους τραυματισμούς και τις αρρώστειες τους χωρίς να τους πονάνε.»
«Αδιανόητο!» φώναξε πάλι ο Όλαφ, κάνοντας τον Οφν να στριφογυρίσει στον ύπνο του.
Γέμισε τρίτη φορά την κούπα του, χαμογελώντας πλατιά.
«Μου περιγράφεις έναν παράδεισο» είπε, πιο χαμηλόφωνα τώρα, αλλά με τον ίδιο ενθουσιασμό.
«Ακριβώς. Σου περιγράφω κάτι που, κι εγώ κι εσύ, βλέπουμε σαν παράδεισο. Σαν κάτι πέρα απ’όσα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε. Σου περιγράφω μια κοινωνία, στην οποία δεν έχω ιδέα πώς να ζήσω.»
«Τι εννοείς; Δε θες να παίρνεις άμαξα όπου τη βρεις ή να πηγαίνεις στο Θεραπευτήριο χωρίς να πληρώνεις;»
«Δεν έχει πόλεμο αυτή η κοινωνία, Όλαφ.»
«Υποθέτω πως όχι.»
«Τι θα κάνει κάποιος σαν εμένα εκεί;»
«Φαντάζομαι, ό,τι επιλέξεις. Αν μπορείς να πας και σε σχολές για να μάθεις καινούρια πράγματα, χωρίς να έχει σημασία αν είσαι πλούσιος ή όχι... έχεις και την καρδιά και το μυαλό, για να μάθεις καινούρια πράγματα Τσανγιόλ.»
Ο πολεμιστής τον κοίταξε έκπληκτος και ο Όλαφ έγυρε μπροστά και χαμήλωσε ακόμα περισσότερο τη φωνή του.
«Ανησυχείς μήπως η ζωή και οι μάχες που έζησες, σε έχουν αχρηστεύσει;»
«Ανησυχώ... μήπως δεν ξέρω πώς να ζω χωρίς να πολεμώ.»
«Και τι νομίζεις ότι κάνεις εδώ μέσα τόσον καιρό;»
«Εσύ τι νομίζεις ότι κάνω εδώ μέσα τόσον καιρό;»
Ο Όλαφ έμεινε για λίγο ακίνητος· και ύστερα αναστέναξε. Άφησε την κούπα του σε ένα μικρό τραπεζάκι μπροστά τους και βούλιαξε στην πολυθρόνα του.
«Πολεμάς ακόμα· αυτή τη φορά, για να αντέξεις σε μια φυλακή» παραδέχτηκε.
«Όση κι αν είναι η αγάπη μου προς όλους σας-»
«-ναι, ναι, ξέρω. Δε χρειάζεται να μου τα λες εμένα αυτά. Ξέρω ότι μας αγαπάς αληθινά και δεν προσποιείσαι. Αλλά δεν αλλάζει το γεγονός, ότι απλά προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο που μπορείς, μέσα σε μια φυλακή.»
Ο Τσανγιόλ ένευσε συμφωνώντας· και ο Όλαφ είδε τον τρόμο στα μάτια του φίλου του.
«Αλλά δεν αλλάζει αυτό που είπα πριν!» είπε βιαστικά, προσπαθώντας να ξορκίσει τη βαριά ατμόσφαιρα. «Έχεις και την καρδιά και το μυαλό για να κάνεις το καλύτερο που μπορείς, όπου κι αν βρεθείς.»
«Αν βγω εκεί έξω, θα είμαι ελεύθερος Όλαφ.»
«Ε, ναι.»
«Εννοώ, πραγματικά ελεύθερος. Χωρίς να πρέπει να κάνω κάτι που δε θέλω, για να φάω εγώ και η οικογένειά μου· χωρίς αυτοκράτορα και εκβιασμούς, χωρίς μαγικές σφραγίδες και φυλακές. Δε θα έχω κάποια αόρατη αλυσίδα να με κρατάει, όπου κι αν είμαι.»
Ο Όλαφ χαμογέλασε συμπονετικά.
«Τσανγιόλ, καλέ μου φίλε· δεν ξέρω τι θα εκραγεί μέσα σου, όταν θα νιώσεις την ελευθερία σου και δε θα χρειάζεται πια να συγκρατείσαι, για χάρη κάποιου άλλου ή για χάρη της δικής σου ψυχής. Αλλά ελπίζω ότι, όταν θα γίνει αυτό, θα έχεις δίπλα σου ανθρώπους να σε αγαπάνε και να σε συντροφεύουν όπως εμείς, εδώ μέσα.»
«Κι εγώ το ελπίζω» ψιθύρισε ο Τσανγιόλ, ακόμα έντρομος.
«Η δεσποινίς είναι μια καλή αρχή» έδειξε προς τον πάνω όροφο. «Δε σε βοηθάει γιατί σε ξέρει ή γιατί έχει κάποιο συμφέρον. Απλά, μπορεί να σε βοηθήσει· και, κυριότερα, αποφάσισε να το κάνει. Κι αυτό είναι άλλη μια καλή καρδιά και μυαλό, δίπλα στα δικά σου.»
«Δεν έχεις άδικο.»
«Ένας πιθανός αληθινός φίλος είναι πάντα μια καλή αρχή» επανέλαβε ο Όλαφ και άδειασε ξανά την κούπα του με μια γουλιά.

***

    Ο Μάτου έκατσε αναπαυτικά στην υπερμεγέθη, βελούδινη πολυθρόνα του. Άναψε την ξύλινη πίπα του, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και την έβγαλε αργά, κοιτάζοντας ερευνητικά την Τσαγιέρα – βολεμένη μέσα στη γυάλινη θήκη, στη μέση του κεντρικού καθιστικού της έπαυλής του.
Ο Οφν ήρθε χοροπηδώντας και έκατσε δίπλα του.
«Τι κοιτάς;» ρώτησε τον μάγο. «Δεν πέτυχε το μαγικό σου;»
«Μια χαρά πέτυχε, απορώ που ρωτάς» χαμογέλασε ο Μάτου.
«Ο πολεμιστής είναι εκεί μέσα τώρα δηλαδή;»
«Ναι. Αλλά πρέπει να κάνω και κάτι άλλο.»
«Τι;»
«Να κρύψω την παρουσία του από άλλους μάγους.»
«Αυτούς που έχουν τη Ζούρι;»
«Ναι.»
«Πώς θα την κρύψεις;»
«Θα φτιάξω μια μαγική σφραγίδα και θα την κλειδώσω πάνω του με το αίμα μου. Και όταν το παιδί είναι ξανά ελεύθερο και ασφαλές, θα την ξεκλειδώσω και θα ελευθερώσω κι εκείνον.»
«Ωραία. Και τι περιμένεις;»
«Μια μαγική σφραγίδα παίρνει πολύ κόπο και χρόνο.»
«Ε, άντε· πήγαινε να ξεκουραστείς.»
«Δεν πάει έτσι η διαδικασία» χασκογέλασε εύθυμα ο Μάτου. «Οι μαγικές σφραγίδες ξοδεύουν πολλή μαγεία, η οποία δεν ανακτάται εύκολα ούτε γρήγορα. Δε θυμάσαι όταν έκανα τη σφραγίδα της Τσαγιέρας;»
«Πού να θυμάμαι τι έκανες τόσα χρόνια πριν;»
«Ζεις μαζί μου τόσες δεκαετίες, Οφν. Κάτι θα πρέπει να σου έχει μείνει από τη μαγεία των ανθρώπων.»
«Ναι, ναι. Τέλος πάντων, κάνε τη σφραγίδα πρώτα και ξεκουράσου μετά.»
«Χρειάζομαι τη μαγεία μου ατόφια και ισχυρή.»
«Ναι, για τη σφραγίδα.»
«Όχι. Για τη Ζούρι.»
«Για τη Ζούρι;»
«Υποψιάζομαι πως οι μάγοι του Αυτοκράτορα δε θα την ελευθερώσουν, ακόμα και αν τους προσφέρω τον θάνατο του Τσανγιόλ. Φοβάμαι πως θα πρέπει να τη βρω και να την ελευθερώσω μόνος μου· και ύστερα να την ξανακρύψω. Και αυτό θα πάρει ακόμα περισσότερη μαγεία σε πολύ λιγότερο καιρό, από οτιδήποτε άλλο έχω κάνει μέχρι τώρα.»
«Και τότε γιατί έβαλες τον πολεμιστή εκεί μέσα και δεν έκανες από την αρχή δουλειά, για να βρεις τη Ζούρι και να την ελευθερώσεις και να την ξανακρύψεις;»
«Είπα πως υποψιάζομαι. Δεν είμαι σίγουρος, για να ξοδεύω μαγεία εδώ και εκεί έτσι αδιάκριτα. Απλά θέλω να είμαι καλυμμένος σε όλες τις περιπτώσεις.»
«Και τι θα κάνεις;»
«Πρέπει να βρω έναν τρόπο να φτιάξω τη σφραγίδα του Τσανγιόλ, ξοδεύοντας τη λιγότερη δυνατή μαγεία.»
«Και δεν έχεις βρει;»
«Όχι.»
«Δεν το σκέφτηκες και πολύ καλά όλο αυτό, ε;»
«Αχ, καλέ μου Οφν... απλά δεν είχα σκεφτεί ακόμα την πιθανότητα να μην τηρήσουν οι μάγοι του Αυτοκράτορα τη συμφωνία μας.»
«Σε άλλη περίπτωση, θα είχες υπολογίσει τα πάντα.»
«Σε άλλη περίπτωση, δεν εμπλεκόταν το παιδί. Δε σκέφτομαι και πολύ καθαρά όταν εμπλέκεται το παιδί.»
«Λογικό. Υποθέτω, κάθε γονιός που αγαπάει το παιδί του, το ίδιο θα ένιωθε.»
Ο Μάτου αναστέναξε.
«Είναι καλό κορίτσι η Ζούρι» είπε θλιμμένα.
«Ωραίο αυτό.»
«Είχε μια καλή ζωή μέχρι τώρα.»
«Ναι, από ότι μου έχεις πει.»
«Η Αμπούγια θα ξαναζωντάνευε από μόνη της και θα με σκότωνε, αν μάθαινε τι της συμβαίνει τώρα και αν πάθει κάτι κακό εξαιτίας μου.»
«Δε θα το μάθει από εμένα όταν ξαναμπούμε για να την επισκεφθούμε, μην ανησυχείς» είπε ο Οφν, δείχνοντας συνωμοτικά την Τσαγιέρα. «Αλλά δε θα αφήσεις να πάθει κάτι κακό. Δηλαδή, άλλο κακό από αυτό που της συμβαίνει τώρα. Πέρα από την κυρα-Αμπούγια, κι εσύ θα υποφέρεις αν πάθει κι άλλο κακό.»
Ο Μάτου αναστέναξε ξανά.
«Σκέφτομαι πόσο υπέφερε η λατρεμένη μου γυναίκα, για να την φυτρώσει στην κοιλιά της και να την φέρει σε αυτόν τον κόσμο· και υποφέρω ήδη.»
«Ναι, αλλά εκτός από αυτό. Είναι και δικό σου παιδί.»
«Τη γνωρίζω ελάχιστα.»
«Έχει σημασία;»
«Κι εσύ είσαι σαν παιδί μου, Οφν.»
«Το ξέρω. Αλλά δε λέμε για εμένα τώρα.»
Ο Μάτου απέφυγε το βλέμμα του καλικάντζαρου και άναψε ξανά – νευρικά και άγαρμπα – την ξύλινη πίπα του.
«Μια τέτοια σφραγίδα με τη λιγότερη δυνατή μαγεία...» μονολόγησε.
«Και δεν έχεις καμιά σφραγίδα έτοιμη εδώ μέσα, να χρησιμοποιήσεις αυτή;»
Ο μάγος γέλασε δυνατά.
«Είπαμε, καλό μου πλάσμα! Οι μαγικές σφραγίδες είναι πολύπλοκα πράγματα!»
«Ναι, αλλά είδες που χρειάζονται; Αν είχες καμιά έτοιμη, θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις αυτήν. Σωστά;»
«Σωστά.»
«Είδες; Κάτι μου έμεινε κι εμένα από τη μαγεία των ανθρώπων» χασκογέλασε ο Οφν.
«Αχ, μικρέ μου... μακάρι να είχα μία έτοιμη εδώ μέσα» μουρμούρισε εύθυμα.
Αλλά αμέσως ανακάθισε στην πολυθρόνα και γούρλωσε τα μάτια του.
Αλλά έχω μία έτοιμη εκεί μέσα, σκέφτηκε, καρφώνοντας τα μάτια του ξανά στην Τσαγιέρα.


συνεχίζεται


Artwork: Prosthetic fitting for Tanosuke Sawamura III, 1867 (from the paper "History of prostheses and orthoses in Japan" by H.Takeshi, published in "Prosthetics and Orthotics International", 1992)
Artist: Unknown

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Νυχτοχώρι

Halloween 2023: Υπόσχεση

Ηλιοστάσιο