Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 17

    




    Όταν η Φαλάκ άνοιξε την πόρτα του δωματίου για να βγει, μερικές ώρες μετά, βρήκε τον Ρέο να την περιμένει.
«Πού είναι η Κλέουσα και ο Σάγια;» τον ρώτησε αμήχανα.
«Ο Σάγια είναι στη λίμνη. Η Κλεουσα είχε κάτι σοβαρό να κάνει» απάντησε εκείνος, τεντώνοντας το κεφάλι του για να δει στο εσωτερικό του δωματίου.
«Κοιμάται τώρα» είπε η Φαλάκ και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Ξέρει;»
«Τι να ξέρει;»
«Ό,τι μου είπες εμένα, πριν σε ξαναφέρω εδώ μέσα. Για τη Ζούρι» ψιθύρισε ο δαίμονας και την τράβηξε παραπέρα στον διάδρομο, κοντά στη σκάλα.
«Όχι βέβαια. Η Κλέουσα με έφερε για να ξεπεράσουμε την αμηχανία της πρώτης μας συνάντησης και ίσως να του αναπτερώσω το ηθικό, όχι για να φουντώσω την απελπισία του.»
«Γιατί να του αναπτερώσεις το ηθικό;» αναστέναξε ο Ρέο. «Εφόσον δεν υπάρχουν απόγονοι και αν αυτό που κρύβει ο Μάτου δεν έχει καμία σχέση με την ελευθερία του Τσανγιόλ-»
«-έχει σχέση» επέμεινε εκείνη. «Όλα όσα μου είπες πριν ξαναμπώ, δείχνουν ότι έχει σχέση. Δε μπορεί να είναι κάτι άλλο.»
«Ναι, αλλά λέω... αν δεν; Τόσες δεκαετίες, πίστευα πως απλά είχε κουραστεί επειδή δε βρίσκαμε λύση και ντρεπόταν να εμφανίζεται, ξέροντας πως εκείνος ήταν υπεύθυνος – ακόμα και άθελά του – για την αιώνια φυλακή του Τσανγιόλ. Ακόμα και τώρα, που εγέρθηκαν άλλες υποψίες για τα κίνητρα της απομόνωσής του, δε μπορώ να βρω τον λόγο για τον οποίο ο Μάτου να κρύψει κάτι τέτοιο, προτιμώντας να κόψει όλες τις φιλίες και τις σχέσεις του εδώ μέσα· προτιμώντας να βασανίσει και τον Οφν, που αγαπούσε σχεδόν σαν παιδί του.»
«Νομίζω ότι ο λόγος είναι προφανής, δεν είναι;»
«Τι εννοείς;»
«Νομίζω ότι αυτός ο τρόπος που κρύβει, απαιτεί κάποια πολύ σοβαρή θυσία. Και ο Μάτου δε θέλει να την κάνει.»
«Αχ, Φαλάκ... δε μπορώ να φανταστώ καμία θυσία τόσο σοβαρή, ώστε να δικαιολογεί την αιώνια φυλακή ενός αθώου, ζωντανού ανθρώπου. Σου είχα πει πως είχαμε σκεφτεί όλους τους εναλλακτικούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να τον ελευθερώσουμε, από τα πρώτα χρόνια της παραμονής του εδώ μέσα. Ακόμα και μετά την απομόνωση του Μάτου, εγώ συνέχισα να προσπαθώ. Η αποκάλυψη της Τσαγιέρας; Ο δικός μου τραυματισμός; Ο τραυματισμός του Μάτου ή του Τσανγιόλ; Η απώλεια κάποιων πνευμάτων – που, άλλωστε, ζουν με δανεικό χρόνο στη συνείδησή μου, πριν ξεθωριάσουν μοιραία και γλιστρήσουν για πάντα στην ανυπαρξία; Όλα αυτά και άλλα τόσα, τα σκεφτήκαμε. Εκτός του ότι, καμία περίπτωση δεν είχε συνέπειες που δε θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε, να διορθώσουμε ή να προσπεράσουμε σε βάθος χρόνου, καμία δε θα είχε τελικά το αποτέλεσμα που επιθυμούσαμε. Δεν καταλαβαίνεις; Ο Μάτου ήταν ένας πανίσχυρος μάγος. Δεν είχε βέβαια πια τις ικανότητές του αλλά είχε γνώσεις για το αντικείμενό του, που άλλοι μάγοι και μάγισσες δε φαντάζονταν καν. Και είχε στο πλευρό του έναν πανάρχαιο, πανίσχυρο δαίμονα. Οι συνέπειες, για εμάς, δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα· απλά δεν υπήρχε τρόπος, με συνέπειες ή χωρίς, που να οδηγούσε στην ελευθερία του.»
Η Φαλάκ χλώμιασε.
«Δε μπορεί το μυστικό του Μάτου να μην έχει σχέση με την ελευθερία του Τσανγιόλ...» μονολόγησε, έντρομη ξαφνικά. «Δε μπορεί. Τι έκανα Ρέο; Τα έκανα χειρότερα, έτσι δεν είναι;»
Της χάιδεψε τον ώμο.
«Ελπίζω πως όχι» είπε συμπονετικά. «Ελπίζω ότι ο Μάτου πράγματι κρύβει κάτι που να μας είναι χρήσιμο· και ότι απλά φαίνεται μόνο σ’εκείνον απροσπέλαστο λόγω της χρόνιας απομόνωσής του, που σίγουρα έχει επηρρεάσει την αντίληψή του· ή ακόμα και ότι είναι κάτι που δε σκέφτηκα εγώ μόνος μου, βολεμένος εδώ μέσα στον παράδεισό μου, με τα καταραμένα χρόνια να περνάνε για εμένα μόνο σαν ανούσιες στιγμές.»
Η Φαλάκ τον κοίταξε βουρκωμένη.
«Αλήθεια το ελπίζεις αυτό;» ρώτησε ανυπόμονα.
«Αλήθεια του αναπτέρωσες το ηθικό;» ρώτησε κι εκείνος.
«Νομίζω πως ναι.»
«Χαμογέλασε καθόλου;»
«Ω, ναι!»
«Ε, τότε... αυτό ήταν το μόνο που ήθελα. Αν ξαναβρήκε κάπως εκείνος την ελπίδα του, πώς μπορώ να την χάσω τώρα εγώ;»
Η Φαλάκ σκούπισε γρήγορα τα μάτια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε ελαφρά το μπαστούνι της στο πάτωμα.
«Δεν έχει σημασία που δεν υπάρχουν απόγονοι» είπε αποφασιστικά. «Και μπορεί αυτό που κρύβει ο Μάτου να μας είναι άχρηστο. Αλλά δεν έχει σημασία. Αν έμαθα κάτι στα σαράντα μου χρόνια, και από τους δύο κόσμους, είναι ότι καμία μαγεία δεν έχει μόνο μία λύση.
«Πράγματι αγαπητή μου» συμφώνησε ο Ρέο, χτυπώντας την υποστηρικτικά στην πλάτη.
«Κι εμείς δεν έχουμε βρει ακόμα τη δεύτερη δική μας. Είναι απλά θέμα χρόνου και καλής οργάνωσης. Τώρα που έχετε εμένα και τη Γκιούλι και τις διασυνδέσεις μας στον έξω κόσμο... είναι απλά θέμα χρόνου και καλής οργάνωσης» πίεσε τον εαυτό της να επαναλάβει.
«Συμφωνώ.»
«Είναι απλά μια μαγική σφραγίδα» συνέχισε εκείνη εύθυμα και ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα.
«Καλά, δεν είναι ακριβώς απλά μια μαγική σφραγίδα· αλλά συμφωνώ επί της ουσίας» είπε εκείνος και την ακολούθησε.
«Άλλωστε, υπάρχει και το ρητό ‘ό,τι δε λύνεται, κόβεται’. Έχω ακούσει και μάγους να το λένε. Ίσως να υπάρχει τρόπος να την κόψουμε κάπως, σωστά;» είπε μετά από λίγο, με ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά, ανοίγοντας την εξώπορτα.
Ο Ρέο σταμάτησε στο τελευταίο σκαλί, μόνο για μια στιγμή. Τα αιθέρια ρούχα του τρεμόπαιξαν ξαφνικά, σα φλόγα που έσβηνε. Κάτι στα τελευταία λόγια της, τον έκανε να ανατριχιάσει· και δεν είχε ιδέα γιατί.
«Σωστά» ψιθύρισε και έτρεξε πίσω της.

***

    «Μπορείς να κλείσεις το Αληθινόματό σου, κορίτσι» είπε η Κλέουσα στην Γκιούλι, καθώς περπατούσαν προς το σπίτι. «Εμένα μπορείς να με βλέπεις και να με ακούς χωρίς αυτό και χωρίς να είμαστε σε σημείο του κόσμου σου, που να επικοινωνεί άμεσα με τον δικό μου· και πρέπει κάπως, να μπορέσουμε να μιλήσουμε ελεύθερα, χωρίς να μας παρακολουθεί η Διαβολόγατά σου.»
«Θα σας παρακολουθώ κάθε στιγμή» γκρίνιαξε ο Μούμπε. «Κάτι θα πιάσω, δε μπορεί.»
«Αν κλείσω το Αληθινόματό μου, δε θα καταλαβαίνω τη γλώσσα σου» είπε η Γκιούλι.
«Δε χρειάζεται να την καταλαβαίνεις. Θα μιλήσω εγώ τη δική σου γλώσσα. Δεν είμαι ένα οποιοδήποτε πλάσμα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο. Όπως ξεκαθαρίσαμε και πριν, είμαι αρχαία και ισχυρή» χαμογέλασε αυτάρεσκα η Κλέουσα.
«Δε μπορείτε να με κρατάτε στο σκοτάδι!» φώναξε το γατί.
«Μούμπε, συγγνώμη» η Γκιούλι γύρισε επιτέλους και του έδωσε σημασία. «Σου υπόσχομαι πως όσα δεν ξέρεις, είναι για το δικό σου καλό» είπε και του χάιδεψε τα χρυσά του μουστάκια.
Και ύστερα, έκλεισε το Αληθινόματό της.
«Α... πολύ καλύτερα, κορίτσι.»
«Γι’αυτό μπορείς και είσαι εδώ έξω; Γιατί είσαι ισχυρή;» ρώτησε η Γκιούλι, καθώς την οδήγησε στο σωστό μονοπάτι για το σπίτι της.
«Όλα τα πλάσματα του κόσμου μου, που ζουν στην Τσαγιέρα, μπορούν να βγουν έξω από αυτήν. Δεν είμαστε πνεύματα, δεν υπακούμε στους νόμους της με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι μπορεί, ο οποιοσδήποτε, να βγαίνει και να μπαίνει αδιάκριτα και χωρίς έλεγχο. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες και όρκοι, για την προστασία της.»
«Τι είδους κανόνες πρέπει να ακολουθήσεις εσύ;»
«Χα! Εγώ είμαι πέρα απ’όλα αυτά τα πλάσματα, κορίτσι. Δε χρειάζομαι κανόνες ή όρκους για να προστατέψω αυτόν που αγαπώ.»
    Η Γκιούλι θα ορκιζόταν ότι μπορούσε να αισθανθεί τα μάγουλά της να κοκκινίζουν από την αμηχανία.
«Ο Ρέο αισθάνθηκε τους Δαίμονες που ήρθαν; Γι’αυτό σε έστειλε;» άλλαξε τη συζήτηση.
Η Κλέουσα ένευσε καταφατικά.
«Όπως αισθάνθηκε και τα Αληθινόματά σας, όταν ήρθατε στην έπαυλη του Μάτου.»
«Ήρθαν παρ’όλο που προσέχαμε όλοι. Ήταν λόγω της ησυχίας, έτσι; Ο Κόσμος Πίσω από τον Κόσμο είναι πολύ ήσυχος σε αυτά τα μέρη και ο Ρέο δεν είχε συνηθίσει να κρύβεται σε τόση ησυχία, καλά τα λέω;»
«Το πιο σωστό είναι, ότι είχε ξεσυνηθίσει τόση ησυχία. Ο Ρέο πάντα ζούσε στις πιο απόμακρες και σιωπηλές άκρες του κόσμου. Εκτός αυτού, ήξερε να κρύβεται και να προστατεύεται, ακόμα κι όταν ήταν στην επικράτεια του Βασιλιά των δικών του. Απ’όταν φτιάχτηκε η Τσαγιέρα όμως, πολλά άλλαξαν στους τρόπους του. Και απ’ότι φάνηκε τώρα, καλόμαθε, βολεύτηκε, ακόμα και στα βασικά. Οι άμυνές του προφανώς δεν είναι το ίδιο όπως πριν. Όχι ότι είναι κακό αυτό απαραίτητα. Μα, να που τώρα πρέπει να το λάβουμε υπόψιν μας· και να ρυθμίσει εξαρχής την επιρροή της ενέργειάς του στους κόσμους, όταν μπαινοβγαίνει.»
«Κι εγώ πρέπει να λάβω υπόψιν μου τους διάφορους νέους επισκέπτες και περίεργους, που θα κατακλύσουν την περιοχή γύρω από το κτήμα. Πρέπει να προετοιμαστώ.»
«Νευριάσαμε πολύ τη Διαβολόγατά σου. Λες, θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του ως Φύλακας; Τον έχεις καλά δεμένο στο θέλημά σου;»
«Θα μου κρατάει μούτρα για μέρες» χασκογέλασε θλιμμένα η Γκιούλι. «Αλλά αγαπάει ειλικρινά εμάς και αυτό το μέρος. Το υπερφυσικό δέσιμό του δεν είναι ο λόγος που μας φυλάει. Δεν ανησυχώ γι’αυτό.»
«Έχεις άλλη οικογένεια που κατοικούν εδώ και πρέπει να προστατέψεις;»
«Οι κόρες μου μένουν στην άλλη άκρη του χωριού. Αλλά έρχονται συχνά εδώ.»
«Ξέρουν για τα Αληθινόματά σας;»
«Ναι, βέβαια. Και για τη μαγεία και για τον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο. Έχουν γνωρίσει και πολλά πλάσματα της περιοχής μας, ανά τα χρόνια. Δε γνωρίζουν για την Τσαγιέρα· όμως, σκέφτομαι να τους πω για εσένα και ότι περιμένουμε πολυκοσμία τις επόμενες μέρες. Έχεις πρόβλημα με αυτό; Έρχεται και πανσέληνος και οι δύο κόσμοι θα επικοινωνούν πιο συχνά και άμεσα· ίσως τις ενοχλήσουν διάφοροι από τον κόσμο σου, από απλή περιέργεια για εσένα. Και δε θέλω να είναι τελείως απροετοίμαστες.»
«Κανένα πρόβλημα. Είναι πολύ σωστή σκέψη. Άλλη οικογένεια έχετε;»
«Οι γονείς μου και ο πατέρας της Φαλάκ έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Η μητέρα της είχε χαθεί από πιο νωρίς.»
«Και ο πατέρας των κοριτσιών;»
Η Γκιούλι ένευσε αρνητικά, αλλά δεν είπε άλλη κουβέντα.
«Μένατε εδώ στο κτήμα, οι δύο οικογένειες;» άλλαξε τη συζήτηση η Κλέουσα. «Όταν ήσασταν μικρές;»
«Όχι πάντα. Οι πατεράδες μας ήταν παιδικοί φίλοι, αν και από πολύ διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όταν οι κοινωνικές τάξεις ήταν ακόμα νομοθετημένες και θεωρητικά απαράβατες. Ο πατέρας της Φαλάκ ήταν εξαιρετικός κεραμοποιός και η μητέρα της κεντούσε το μετάξι σα νεράιδα. Όταν γεννήθηκε η Φαλάκ και, αργότερα, όταν αρρώστησε η μητέρα της, έπεσαν σε δυσμένεια. Τα έξοδα για την αναπηρία της ήταν πολλά και τα φάρμακα της μητέρας της πανάκριβα. Όταν οι γιατροί δε μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για τη μητέρα της, ο πατέρας της δέχτηκε να έρθουν να μείνουν μαζί μας. Οι γονείς μου ήταν από πλούσιες οικογένειες και οι δύο· και είχαν το μοναδικό, πλήρως εξοπλισμένο τυπογραφείο της περιφέρειας.»
«Το κτήμα είναι της δικής σου οικογένειας, λοιπόν;»
«Ήταν στην αρχή. Όμως, οι γονείς μου έγραψαν όλη τους την περιουσία σε εμένα και τη Φαλάκ, σχεδόν από την αρχή της κοινής μας ζωής. Εκείνη ακόμα δεν το δέχεται, γιατί είναι ξεροκέφαλη και ψωρο-περήφανη· όμως είναι η κυρά του κτήματος και των χρημάτων μας, όσο κι εγώ. Το εργαστήρι της είναι εκεί κάτω, πίσω από τα δέντρα· εκεί δούλευε και ο πατέρας της, πριν πεθάνει.»
«Άρα, είναι και η Φαλάκ κεραμοποιός;»
«Ναι. Αλλά κάνει και πιο ιδιαίτερα κομμάτια.»
«Δηλαδή;»
«Γνωρίζεις για τα Στοιχειωμένα Αντικείμενα;»
«Στοιχειωμένα Αντικείμενα...; Α! Λες για αυτά που φτιάχνονται με συγκεκριμένο τρόπο και ζωγραφίζονται με σχέδια και ξόρκια και τα παίρνουν οι μάγοι και οι μάγισσες και φυλακίζουν πνεύματα και πλάσματα μέσα τους, για να τα χαίρονται ή να τα χρησιμοποιούν οι θνητοί για δικούς τους σκοπούς;»
Η Γκιούλι ένευσε διστακτικά.
«Και βέβαια τα ξέρω» απάντησε πικραμένη η Κλέουσα. «Έχω χάσει πολλούς φίλους από αυτά τα καταραμένα πράγματα.»
«Όμως η Φαλάκ δεν κάνει αυτό ακριβώς» βιάστηκε να απαντήσει η Γκιούλι. «Εννοώ, δε φυλακίζει κανέναν. Αλλά με το Αληθινόματό της, μπορεί να επικοινωνεί με πνεύματα και πλάσματα που ίσως θέλουν να ζήσουν μέσα στα αντικείμενα. Πνεύματα που θέλουν να είναι κοντά στους ζωντανούς τους ή πλάσματα που έχουν κάποια ιδιαίτερη σύνδεση με καποιον ζωντανό. Αν υπάρχει αυτή η συνθήκη – και όλοι συμφωνούν με αυτήν – η Φαλάκ φτιάχνει το αντικείμενο με τον δικό της τρόπο και με συμβουλές από ανώτερα πλάσματα του δικού σου κόσμου· και το πνεύμα ή το πλάσμα μπορεί να κατοικήσει μέσα σε αυτό. Δεν είναι φυλακισμένο όμως. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, οι συνθήκες αλλάξουν, το αντικείμενο μπορεί να καταστραφεί και όλοι να ελευθερωθούν από αυτήν τη σχέση, χωρίς ανεπανόρθωτες συνέπειες. Επίσης, όταν η Φαλάκ δέχεται να φτιάξει κάτι τέτοιο, δεν αποτυγχάνει ποτέ. Γιατί περνάει από εξονυχιστικό έλεγχο όλους τους εμπλεκόμενους, ζωντανούς ή νεκρούς ή πλάσματα· δεν ξεκινάει τίποτα αν υπάρχουν ύποπτα κίνητρα, ακόμα κι αν της προσφέρουν όλα τα λεφτά του κόσμου. Όλο το εγχείρημα στηρίζεται πάντα στη συνειδητή συναίνεση όλων των μερών.»
«Αυτό... αυτό είναι εντυπωσιακό. Να αξιοποιεί με τέτοιον τρόπο το Αληθινόματό της, χωρίς μάγους. Απορώ πώς δεν είναι πασίγνωστη, τουλάχιστον στον κόσμο μου, γι’αυτήν την ικανότητά της.»
«Γιατί ξοδεύουμε πολύ χρόνο, κόπο και συμφωνίες – ανθρώπινες ή υπερφυσικές – για να το κρατάμε μυστικό. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι ή ο Κόσμος Πίσω από τον Κόσμο υποθέτουν, ανά καιρούς, ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τα δικά της αντικείμενα και τα απόλυτα ποσοστά επιτυχίας της, δε μπορούν ποτέ να είναι σίγουροι. Και η ίδια, φροντίζει να μην το κάνει συχνά και να μην το διαφημίζει. Φαντάσου ότι φτιάχνει τέτοια αντικείμενα για περισσότερο από δέκα χρόνια τώρα· και, μόλις πριν λίγες μέρες την προσέγγισαν κάποια μεγάλα κεφάλια της κοινωνίας μας.»
«Πριν λίγες μέρες; Η Ζούρι δηλαδή...;»
«Σου είπε για τη Ζούρι;»
«Ναι, βέβαια μου είπε. Μου κόπηκαν τα πόδια όταν μου είπε. Το μυαλό μου αρνείται ακόμα να το δεχτεί· την πήγα να επισκεφθεί και να γνωρίσει καλύτερα τον Τσανγιόλ, σα να μη μου είχε πει τίποτα. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, το έκανα ακριβώς γιατί μου είπε. Ίσως γιατί ήθελα να τον ξέρει όπως εγώ· και να μη σταματήσει να προσπαθεί μαζί μας για την ελευθερία του, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν απόγονοι. Να μη μας εγκαταλείψει.»
«Ίσως εσύ χρειάζεται να γνωρίσεις καλύτερα τη Φαλάκ» χαμογέλασε η Γκιούλι. «Είπαμε, ξεροκέφαλη. Όσο κι αν φαίνεται απογοητευμένη, θα συνεχίσει να προσπαθεί. Ακόμα κι αν όλος ο Κόσμος Πίσω από τον Κόσμο εμφανιστεί για να της πει ότι δε γίνεται, εκείνη θα συνεχίσει να προσπαθεί.»
«Δεν έχεις άδικο» χασκογέλασε θλιμμένα η Κλέουσα. «Αλλά τι γίνεται τώρα, που η Ζούρι περιμένει να βρει τον πατέρα της; Κι αυτή η δόλια, γιατί τον αναζητά ξαφνικά μετά από τόσον καιρό;»
«Δεν τον αναζήτησε τώρα. Ψάχνει τρόπο να μιλήσει με το πνεύμα του πατέρα της, σχεδόν από τότε που νομίζει ότι πέθανε. Ξόδεψε τεράστια ποσά και χάρες προς και από μάγους και ισχυρούς της κοινωνίας, για να παραμείνει ζωντανή και σχετικά νέα και ακμαία, για να συνεχίσει να ψάχνει σίγουρο τρόπο να του μιλήσει. Μόλις τα τελευταία χρόνια έμαθε για τη Φαλάκ· κι έπρεπε να διαπιστώσει την αλήθεια πέρα από τις φήμες για τις ικανότητές της. Δεν ήταν ποτέ διατεθειμένη να απευθυνθεί σε οποιονδήποτε μάγο ή μάγισσα, που ίσως αποτύγχαναν όπως γινόταν πολλές φορές, γι’αυτό το εγχείρημα. Δεν ήθελε με τίποτα να διακινδυνεύσει να τον χάσει για πάντα.»
Η Κλέουσα κοντοστάθηκε για λίγο και οι άκρες των χειλιών της έγυραν προς τα κάτω.
«Αχ, Ζούρι, καημένο κορίτσι. Καημένο, τόσο μόνο κορίτσι» μονολόγησε και συνέχισε να περπατά, λίγο πιο συρτά από πριν, λίγο πιο σκεπτική.
«Πόσο λες να χρειαστεί να μείνεις;» τη ρώτησε η Γκιούλι καταλαβαίνοντας τη στεναχώρια της, προσπαθώντας να αλλάξει τη συζήτηση.
«Δεν ξέρω ακριβώς. Ακόμα κι αν ο Ρέο δεν υπολόγισε σωστά την ένταση της ενέργειάς του όταν έβγαινε από την Τσαγιέρα σε αυτήν την περιοχή, δε θα έπρεπε να έχουν έρθει Δαίμονες εδώ, τόσο σύντομα και τόσο επιθετικά. Εμφανίστηκε κάποιος Δαίμονας κάπου, ακόμα και πανάρχαιος· σιγά το νέο. Δεν τον πήρε χαμπάρι ούτε καν το Σοφό Πλάσμα της επικράτειας ή ακόμα και η Διαβολόγατά σου. Γιατί να έρθουν αυτοί ξαφνικά;»
«Άρα, τον έψαχναν;»
«Ή κάποιον άλλον Δαίμονα. Μου φαίνεται τρομερά περίεργο να έψαχναν τον Ρέο συγκεκριμένα, όταν είναι εξαφανισμένος από τους κύκλους τους εδώ και τουλάχιστον χίλια χρόνια. Γενικά πάντως, απ’ότι φαίνεται, υπάρχει ενεργός συναγερμός στην κοινωνία των Δαιμόνων. Αλλά γιατί;»
«Υπάρχει μια Μητέρα Κουκουβάγια κάπου στο κτήμα. Μπορώ να τη βρω άμεσα, αν θες.»
«Α, μπράβο! Ένα τέτοιο πλάσμα θα ξέρει σίγουρα αν συμβαίνει κάτι τόσο σοβαρό· και θα χαρώ πολύ να μιλήσω γενικά μαζί της, πάνε πολλοί αιώνες που συνάντησα Μητέρα Κουκουβάγια από κοντά.»
«Ωραία. Θα χρειαστώ όμως λίγη ώρα να την ξετρυπώσω.»
«Κανένα πρόβλημα. Το δάσος γύρω από την έπαυλη το είχα μάθει μπρος και πίσω, μέρα και νύχτα, στον έναν ή τον άλλον κόσμο· ακόμα κι αν τριγυρνούσα με απόλυτη προσοχή, κρυμμένη από άλλα μάτια. Θα μου κάνει καλό η ελεύθερη βόλτα σε νέο περιβάλλον έπειτα από εκατό χρόνια» τέντωσε το κούφιο της χαμόγελο. «Προς τα πού πάμε;» ρώτησε εύθυμα και τίναξε τα μαύρα της ρούχα, κοιτώντας με ενθουσιασμό γύρω της.

***

    Η Φαλάκ δεν ήταν ξένη στα έντονα, διαπεραστικά, αδιάκριτα βλέμματα των άλλων γύρω της. Τα ήξερε όλη της τη ζωή. Είχε μάθει από μικρό κορίτσι να τα αγνοεί όσο κάρφωναν τα ψεύτικά της άκρα – κυρίως τα πρώτα που είχε φορέσει ποτέ, δυο χοντροκομμένα ξύλα, άτσαλα δεμένα στο θώρακα και τη μέση της. Είχε μάθει να παίρνει όλη τη λύπηση και την αηδία που την έλουζαν και να τα κάνει φωτιά μέσα της· για να μάθει να περπατάει χωρίς να μοιάζει με καμπουριασμένη γριά, να κάθεται και να σηκώνεται χωρίς να θέλει αλλά δυο ζευγάρια χέρια να τη στηρίζουν, να ανεβοκατεβαίνει σκάλες και άμαξες χωρίς να την κουβαλάνε κουλουριασμένη σα μωρό.
Όσο πλησίαζαν τη λίμνη – και το πλήθος των πνευμάτων στις όχθες της – τόσο έσβηναν σταδιακά τα λόγια και τα τραγούδια, τα ποιήματα και οι παρακλήσεις προς τον πύργο, που χανόταν μέσα στο πλέγμα του σπάνιου, γαλάζιου νεφρίτη – σα να χανόταν μέσα στα σύννεφα των πραγματικών ουρανών. Τόσο τα κεφάλια – ευδιάκριτα ή θολά και αιθέρια – γυρνούσαν αργά προς το μέρος της και του Ρέο, παύοντας κάθε δικό τους ήχο, καθώς τα πέπλα του σέρνονταν στο έδαφος σαν δροσερό αεράκι ανάμεσα σε φουντωμένα δέντρα· καθώς το μπαστούνι της χτυπούσε ρυθμικά το σκληρό χώμα και έμοιαζε να δονεί ολόκληρη την Τσαγιέρα σαν τύμπανο.
    Πέρασε ανάμεσά τους περήφανη με το δικό της βλέμμα καρφωμένο μπροστά, στην πλάτη του Ρέο ή ψηλά, εκεί που τους περίμενε ο Μέγας Μάτου και τα μυστικά του.
Η σιωπή της Τσαγιέρας δεν είναι σαν τις άλλες, είχε πει ο Ρέο.
Και η Φαλάκ το καταλάβαινε πολύ καλύτερα τώρα. Είχε αντιμετωπίσει ολόκληρα θέατρα και πλατείες γεμάτες με ανθρώπους, που είχαν προσπαθήσει να πνίξουν την αναπηρία της αλλά και την αυθάδειά της να την επιδεικνύει, χαλώντας τη φυσιολογικότητα της διασκέδασής τους· μα τώρα, στο επίκεντρο μιας κυριολεκτικά νεκρικής σιγής, τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν ανεπαίσθητα· υποχωρώντας πριν από το μυαλό και το υπόλοιπο κορμί της, στη μνήμη του μικρού κοριτσιού που πάλευε να κινηθεί σαν όλους τους άλλους, ενάντια σε όλους τους άλλους, συγκρατώντας με βία τα κλάμματα και το θυμό που φουρτούνιαζαν μέσα της.
    Το μπαστούνι της βυθίστηκε ξαφνικά σε μια μικρή λακούβα. Έγυρε ολόκληρη μπροστά και τα μάτια της γούρλωσαν, έτοιμα να πλημμυρίσουν από δάκρυα.
Δυο χοντροκομμένα χέρια τεντώθηκαν και την ανασήκωσαν αμέσως, πριν ακόμα πάρει χαμπάρι και ο ίδιος ο Ρέο τι είχε συμβεί. Η Φαλάκ σήκωσε το βλέμμα της, ευγνώμων για την κίνηση και ταυτόχρονα έντρομη από το καταραμένο συναίσθημα της κατωτερότητας που είχε αναδυθεί από τα βάθη της ψυχής της.
Ο Πραμάνα την κοίταξε χαμογελαστός.
«Είμαστε όλοι εδώ, κυρία Φαλάκ» της είπε χαμηλόφωνα.
Μα τα λόγια του ήταν γεμάτα σεβασμό και θαυμασμό.
Δεν την κοιτούσαν με λύπηση, συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή· αλλά με θαυμασμό.
«Δε χρειάζεται» είπε εκείνη, λίγο κοφτά, αδυνατώντας να διαχειριστεί αυτά τα καινούρια συναισθήματα προς το άτομό της. «Πηγαίνετε σπίτια σας.»
«Αν πάμε σπίτια μας, κυρία Φαλάκ, δε θα αλλάξουν ποτέ τα πράγματα.»
«Όσο μένετε εδώ, όσο δε συνεχίζετε τη ζωή σας, κινδυνεύει η ισορροπία όλων σας και της Τσαγιέρας.»
Ο Πραμάνα σοβάρεψε, αλλά συνέχισε να την κοιτά με συμπόνοια.
«Μπορεί να μη θυμόμαστε πολλά πράγματα από το παρελθόν μας, κυρία Φαλάκ· αλλά δεν ξεχνάμε ποτέ ότι δεν υπάρχει πια ζωή για εμάς· είμαστε ήδη νεκροί. Κι αν είμαστε αιώνια ευγνώμονες για τον χρόνο μας εδώ μέσα, αυτός είναι, ούτως ή άλλως, δανεικός από τον Ρέο. Πώς γίνεται να είναι πιο σημαντική η δική μας φτιαχτή ισορροπία από μια αληθινή, κλεμμένη ζωή;»
«Μα αν η Τσαγιέρα αποσταθεροποιηθεί, δεν κινδυνεύει και ο Τσανγιόλ;» ρώτησε η Φαλάκ και γύρισε στον Ρέο, σα να τον παρακαλούσε να τους πει κάτι για να τους πείσει.
«Προτείνω να προχωρήσουμε αγαπητή μου» είπε εκείνος ήρεμα.
    Καθώς έμπαιναν στη μακρόστενη βάρκα που ήταν αραγμένη στις όχθες της λίμνης, η Φαλάκ σταμάτησε και κοίταξε πάλι, με θλίψη, το πλήθος πίσω τους.
«Βλέπουν την αλλαγή» είπε ο Ρέο χαμηλόφωνα. «Όχι τις συνέπειες.»
«Τι εννοείς;»
«Εδώ μέσα έμαθαν το δικαίωμά τους στην ευτυχία, ακόμα και μετά θάνατον. Οι φωτεινές τους καρδιές έζησαν βασανισμένες ζωές, βασανιστικούς θανάτους και όλες τις αδικίες του κόσμου σε όλες τις μορφές τους. Μπορεί να μη θυμούνται πολλά από τότε, αλλά θα έχουν πάντα χαραγμένο μέσα τους το συναίσθημα. Δε θα επέτρεπαν ποτέ στους εαυτούς τους να ζουν πάνω στη δυστυχία του Τσανγιόλ, όταν έχουν κάποιον τρόπο να τον βοηθήσουν – εκβιάζοντας τον Μάτου να αποκαλύψει το μυστικό του, υπό την απειλή της διατάραξης της ισορροπίας της Τσαγιέρας.»
Βύθισε τα χέρια του στο ροδακινένιο νερό και κούνησε τα ακροδάχτυλά του. Η βάρκα άρχισε να κυλά ομαλά, προς το κέντρο της λίμνης.
«Όχι ότι τον νοιάζει τόσο η ζωή του...» συνέχισε «... όσο η ύπαρξη της Αμπούγια. Και η ίδια η Τσαγιέρα βέβαια. Είναι το απώγειο των ονείρων και των φιλοδοξιών του, το μοναδικό πράγμα που του έχει απομείνει. Αν αλλάξει, αν αλλοιωθεί έστω και λίγο, για εκείνον θα είναι πλήρης καταστροφή. Όλα όσα εγκατέλειψε ή έχασε για χάρη της, θα έχουν πάει χαμένα και αυτό δε θα μπορούσε να το ξεπεράσει ποτέ. Και τα αγαπημένα μου πνεύματα το ξέρουν. Μόλις είδα τη φλόγα της συμπαράστασης προς τον Τσανγιόλ να φουντώνει μέσα τους, φρόντισα εγώ να το ξέρουν.»
«Άρα ελπίζεις να υποχωρήσει πρώτος ο Μάτου;»
«Δεν ελπίζω απλά. Έχουμε εσένα κι εμένα. Έχουμε τον Οφν – που θα φροντίσω να ανακαλύψω απόψε. Έχουμε τη Ζούρι. Και έχουμε και αυτό το υπέροχο θέαμα» είπε χαμογελώντας πλατιά, δείχνοντας με περηφάνια το πλήθος πίσω τους.
Λίγη ώρα μετά, καθόταν ακίνητη στην πλώρη της βάρκας, αγκαλιάζοντας σφιχτά το μπαστούνι της, όσο πλησίαζαν την είσοδο του πύργου.
«Δε χρειάζεται να φοβάσαι πια αγαπητή μου.»
«Τι να φοβάμαι;»
«Κατέστη ξεκάθαρο από τη στιγμή που μπήκαμε στη βάρκα, ότι φοβάσαι το νερό.»
«Είμαι μια χαρά.»
«Απλά λέω.»
«Γιατί είναι τα φύλλα του Ντα Χονγκ-Πάο μέσα στο πλέγμα από νεφρίτη;» άλλαξε τη συζήτηση εκείνη.
«Ήταν από το τελευταίο τσάι που έφτιαξε ο Μάτου στην Τσαγιέρα· πριν μεταφερθούμε όλοι εδώ μέσα.»
«Η λίμνη δηλαδή, είναι όσο δεν καταναλώθηκε από το τελευταίο τσάι.»
«Περίπου. Είχαμε ήδη φτιάξει μια λίμνη. Αλλά, τα φύλλα του τσαγιού που έσταζαν ακόμα, την έκαναν λίγο μεγαλύτερη και βαθύτερη απ’ότι είχαμε σχεδιάσει.»
«Και της έδωσαν το άρωμα και το χρώμα.»
«Ναι.»
«Αλλά τα φύλλα γιατί δεν τα έβγαλε;»
«Γιατί το ξέχασε» μειδίασε ο Ρέο.
Τον κοίταξε με δυσπιστία.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια. Και, η μορφή της Τσαγιέρας είχε κλειδώσει λίγο πριν μπούμε· οπότε... μας έμειναν και τα φύλλα.»
Η Φαλάκ χαμογέλασε πλατιά.
«Ο Μέγας Μάτου ξέχασε τα φύλλα...» μονολόγησε.
«Μικρό το κακό» χαμογέλασε κι εκείνος. «Η μικρή μας ζούγκλα έγινε το κατάλληλο απομονωμένο καταφύγιο για πολλά ντροπαλά πλάσματα του κόσμου μου, που δέχτηκαν να μείνουν μαζί μας.»
Ξαφνικά, το αριστερό μάτι της Φαλάκ έλαμψε μόνο για μια στιγμή, χωρίς να είναι ενεργοποιημένο το Αληθινόματό της. Εκείνη δε φάνηκε να το καταλαβαίνει.
Ο Ρεό γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, τον αέρα γύρω του να γίνεται λίγο πιο αραιός· και το φως του ήλιου που βασίλευε, να γίνεται λίγο πιο πορφυρό απ’ότι συνήθως.
«Να’σαι, επιτέλους...» ψιθύρισε.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα αγαπητή μου, μην ανησυχείς. Απλά, μόλις θυμήθηκα ότι έχω να κάνω κάτι σημαντικό, μόλις τελειώσουμε από ‘δω.»
«Πιο σημαντικό από αυτό που πάμε να κάνουμε τώρα;» τον ρώτησε έκπληκτη.
Εκείνος μειδίασε, αλλά δεν της απάντησε· κούνησε πάλι τα ακροδάχτυλά του και η βάρκα έστριψε μπροστά στην είσοδο και κοκκάλωσε στη θέση της, για να μπορέσει η Φαλάκ να σηκωθεί και να βγει χωρίς να φοβάται.

***

    Κοίταξε με τρόμο τη στριφογυριστή σκάλα, σκαλισμένη στους καμπυλωτούς τοίχους του στενού πύργου, που συνέχιζε και χανόταν στο σκοτάδι, πολύ πάνω απ’όσο φώτιζαν οι δαυλοί στα κατώτερα επίπεδα.
«Στο είπα ότι θα χρειαστεί να σε κουβαλήσω» είπε ο Ρέο και σήκωσε αργά τα μανίκια του, διπλώνοντάς τα σχεδόν τελετουργικά.
«Κι εγώ είπα... όχι» απάντησε διστακτικά η Φαλάκ, με το στόμα της να χάσκει.
«Κατανοητό· δεν είχες στο νου σου αυτή τη σκάλα.»
«Θα πάμε πιο αργά, σίγουρα· αλλά θα ανέβω μόνη μου.»
«Σε διαβεβαιώ πως δεν έχεις τίποτα πια να αποδείξεις σε εμένα. Και δε θεωρώ χρήσιμο να σε δει ο Μάτου για πρώτη φορά, ξέπνοη και εξαντλημένη, ίσως και ημιλιπόθυμη.»
«Δε θες να κάνω κακή εντύπωση;»
«Δε θέλω να χάσουμε χρόνο για να σε συνεφέρουμε. Θυμίζω πως δεν είμαστε εδώ για να κάνεις εσύ οποιαδήποτε εντύπωση.»
Η Φαλάκ αναστέναξε.
«Θα με αφήσεις κάτω πριν φτάσουμε.»
«Αναμφισβήτητα.»
Τέντωσε τα χέρια της στα πλάγια και του έκανε νόημα να τη σηκώσει στα δικά του.

***

    Ανέβαιναν για ώρα· η Φαλάκ μπορούσε να δει από τα παράθυρα του πύργου την αλλαγή στο εξωτερικό περιβάλλον. Από το χρυσοπόρφυρο χρώμα της δύσης που τρύπωνε ανενόχλητο όσο βρίσκονταν ακόμα στο ελεύθερο κομμάτι του κτίσματος, στο αποπνικτικό ιώδες ημίφως μόλις μπήκαν στα κατώτερα επίπεδα του νεφρίτη – εκεί που βρίσκονταν στριμωγμένα τα περισσότερα φύλλα – και τελικά στο χλωμό γαλάζιο της νύχτας των ανωτέρων επιπέδων – εκεί που το πλέγμα έλαμπε θαμπό, όταν η υπόλοιπη Τσαγιέρα ήταν βυθισμένη σε ένα γαλήνιο σκοτάδι.
    Στάθηκαν επίσης για ώρα στην εξώπορτα, αφότου ο Ρέο τη χτύπησε δυνατά και επαναλαμβανόμενα. Κι όταν, επιτέλους, το βαρύ ξύλο έγυρε προς τα μέσα, τρίζοντας παρατεταμένα και ανατριχιαστικά, διαλύοντας τη βραδινή σιωπή, η Φαλάκ στάθηκε περήφανη και αυστηρή, έτοιμη να αντιμετωπίσει τον θρυλικό Μέγα Μάτου.
Ζάρωσε απογοητευμένη, βλέποντας έναν καημένο ηλικιωμένο να την κοιτά ανέκφραστος· κι ύστερα, χωρίς να τους πει λέξη, να γυρίζει και να χάνεται στον διάδρομο κάνοντάς τους νόημα να τον ακολουθήσουν.
    Περπάτησαν για λίγο ανάμεσα σε μικρούς δαυλούς και φωτιστικά γεμάτα με μισολιωμένα κεριά, μέχρι που μπήκαν σε ένα δωμάτιο που δεν είχε πόρτα. Εκεί το φως αυξήθηκε, από δυο μεγάλους πολυελαίους που κρέμονταν στραβά από το ταβάνι· δεν είχαν κεριά, αλλά δεκάδες μικρές εστίες δυνατού, θερμού φωτός.
«Μαγεία» ψιθύρισε ο Ρέο. «Μικροποσότητες, ότι ελάχιστο περισσεύει και στάζει αναπόφευκτα, από το δίκτυο του πύργου που οδηγεί στους Μηχανουργούς.»
Στο κέντρο του χώρου, ένα μικρό τραπέζι με μερικά πιάτα μεζέδων και φρούτων, που δε θα χωρούσε παραπάνω από τέσσερις καρέκλες, όσο κι αν προσπαθούσε κανείς.
«Δε νομίζω να περίμενες καμία τρομερή υποδοχή» μουρμούρισε ο Μάτου κι έκατσε βαριεστημένα σε μία από αυτές. «Άλλωστε, όλοι ξέρουμε πως δεν ήρθατε εδώ για να φάμε.»
Η Φαλάκ παρατήρησε καλύτερα τώρα τον ηλικιωμένο. Το πρόσωπό του ήταν αποκρουστικά σκαμμένο, το σκούρο δέρμα του είχε γίνει σχεδόν σταχτύ και το βλέμμα του – μισοθαμμένο κάτω από πυκνά φρύδια – μόνιμα οργισμένο.
«Τι εννοείς, δεν ήρθανε εδώ για να φάμε; Κι εγώ γιατί στολίστηκα;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω τους.
    Η Αμπούγια τους προσπέρασε, γύρισε και στάθηκε μπροστά τους φρέσκια και χαμογελαστή. Άπλωσε τα χέρια της για να τους καλωσορίσει και ύστερα τους έσπρωξε μαλακά προς τις δικές τους καρέκλες. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερη από τη Φαλάκ και ήταν ψηλή όσο ο Ρέο. Φορούσε ένα καταπράσινο, μακρύ φόρεμα με πολύχρωμα κεντήματα κι ένα περιδέραιο από χρωματιστές πέτρες. Τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους και την πλάτη και το πρόσωπό της δεν είχε ούτε ίχνος καλλυντικής βαφής ή λαδιού. Και όμως, ήταν τόσο αβίαστα όμορφη και εντυπωσιακή, που η Φαλάκ άγγιξε ανεπαίσθητα τις άκρες των ματιών και των χειλιών της, εκεί που φώλιαζαν οι φυσικές γραμμές της ηλικίας του δικού της, απολύτως συνηθισμένου προσώπου. Και κοίταξε αμήχανη τα δικά της ρούχα· μια αδιάφορη φαρδιά, γκρίζα παντελόνα, χωμένη πρόχειρα μέσα στις καθημερινές της μπότες και ένα χαχώλικο λευκό πουκάμισο.
«Μην αγχώνεσαι μικρή» της είπε ο Μάτου παραιτημένα. «Αυτοί οι δύο ήταν πάντα βασανιστικά πανέμορφοι· εκτυφλωτικοί, ακόμα κι όταν σφίγγονταν για να αφοδεύσουν.»
«Μάτου, αγάπη μου, τι λες!;» φώναξε η Αμπούγια και τους κοίταξε νευρικά.
«Εγώ, προφανώς, δεν αφοδεύω» απάντησε ήρεμα ο Δαίμονας.
Ο μάγος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και τους έκανε νόημα να κάτσουν.
«Φάτε, φάτε, μη ντρέπεστε» είπε κι έχωσε ένα μεγάλο κομμάτι μαριναρισμένου φρούτου στο στόμα του. «Φρόντισα να πάρω από όλα τα φρέσκα που κάθονται παρατημένα στους πάγκους της Γιορτής. Κι εσύ μικρή, για πες· μαθαίνω ότι έχεις γνωστούς μάγους και μάγισσες και πολλούς και ισχυρούς φίλους στον Κόσμο Πίσω από τον Κόσμο μας. Δε θα έχεις πρόβλημα να βρεις τους απογόνους μου αν σου χρωστάνε καλές χάρες, αλλά πώς σκοπεύεις να μην πάρουν όλοι αυτοί χαμπάρι γιατί θες να τους βρεις;»
Η Φαλάκ σφίχτηκε και κοίταξε επίμονα την Αμπούγια.
«Αγαπητή μου...» πετάχτηκε ο Ρέο προς τη γυναίκα, κοιτώντας βιαστικά το τραπέζι και το δωμάτιο γύρω τους «... βλέπω, δεν έχουμε κάτι να πιούμε· πάμε, να με βοηθήσεις να διαλέξω κάτι;»
«Α, ναι! Βέβαια» είπε απολογητικά εκείνη.
«Το νου σου αγαπημένη μου» είπε ο Μάτου. «Θυμάσαι πού έχουμε τα κρασιά, σωστά; Μη μπείτε σε κανένα δωμάτιο που δεν πρέπει» συμπλήρωσε, κοιτώντας με νόημα τον Δαίμονα.
«Είμαι σίγουρος Μάτου πως, οτιδήποτε δε θες να δω, θα το έχεις κρύψει πέρα απ’όπου θα με σπρώξει η περιέργειά μου.»
«Καλό θα ήταν να μη σε σπρώξει πουθενά εξαρχής.»
«Καλό θα ήταν να ακούσεις τι έχει να σου πει η Φαλάκ.»
«Και βέβαια θα ακούσω· εγώ τη ρώτησα.»
«Μένει να δούμε λοιπόν, αν θα ταιριάξουν οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις.»
Ο Μάτου κούνησε κουρασμένα τα χέρια του για να τον διώξει. Ο Ρέο έκανε μια σύντομη υπόκλιση, προσέφερε το χέρι του στην Αμπούγια κι βγήκαν χαμογελαστοί από το δωμάτιο.
«Μίλα» είπε αυστηρά ο μάγος στη Φαλάκ και μπούκωσε ένα κομμάτι μελωμένο κρέας αυτή τη φορά.
    Εκείνη πήρε δειλά μια φράουλα από τη μία πιατέλα και δάγκωσε μαλακά την άκρη της. Μάσησε αργά, όσο πιο αργά μπορούσε.
Εκείνος ξεφύσηξε εκνευρισμένα, αλλά δεν της είπε τίποτα. Έγυρε προς τα πίσω στη θέση του και την περίμενε να τελειώσει.
Όταν πια στο χέρι της, είχε απομείνει το κοτσάνι με τα φύλλα, το άφησε διστακτικά πάνω στο τραπέζι και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Όταν βρω ευκαιρία, θα πάω να ψάξω τον Οφν, της είχε πει ο Ρέο όσο ανέβαιναν τη σκάλα του πύργου. Ίσως καταφέρω να πάρω και την Αμπούγια μαζί μου, ίσως όχι, θα δούμε. Αν τύχει και μείνεις μόνη μαζί του, θυμίσου· δε μπορεί να σου κάνει τίποτα, είναι μόνο ένας πικραμένος, κακότροπος γέρος. Αν σε απειλήσει με οποιονδήποτε τρόπο, το μπαστούνι σου είναι υπερ-αρκετό για να τον αποθαρρύνει. Κι αν όλα πάνε στραβά, είμαι μόνο μια ανάσα μακριά, αν με καλέσεις.
Τέντωσε το σώμα της στην καρέκλα και έσφιξε το μπαστούνι στο καλό της χέρι.
«Δεν υπάρχουν απόγονοι» είπε αποφασιστικά. «Η κόρη σου είναι ακόμα ζωντανή και δεν υπάρχουν απόγονοι.»
    Ο Μάτου την κοίταξε παγωμένος για μερικές στιγμές – αν και, της φάνηκε, όχι ακριβώς έκπληκτος. Και ύστερα, γούρλωσε τα μάτια του και τινάχτηκε όρθιος.
«Ρέο!» ούρλιαξε και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.

***

    Ο Ρέο και η Αμπούγια περπάτησαν εύθυμα στον μισοφωτισμένο διάδρομο.
«Ομολογουμένως, αγαπητή μου, είσαι υπέροχη απόψε.»
«Πάψε, κόλακα» χασκογέλασε εκείνη. «Πάνε μόνο μερικές εβδομάδες από το προηγούμενο δείπνο μας, που είχε μαζευτεί εδώ, στο σπίτι, όλο το χωριό· και φορούσα το ίδιο φόρεμα, δε θα διορθωθείς ποτέ; Τι θα πει η Κλέουσα αν μάθει τις χαζομάρες που ξεστομίζεις σε άλλες γυναίκες;»
«Μερικές εβδομάδες μόνο, ναι...» επανέλαβε εκείνος θλιμμένα. «Αλλά η Κλέουσα σε αγαπά πολύ και θα σου έλεγε το ίδιο αν σε έβλεπε σήμερα. Άλλωστε, ξέρει ότι το πάθος μου δε χωρά κανέναν άλλον παρά μόνο εκείνη.»
Η Αμπούγια τον σκούντηξε περιπαιχτικά.
«Όλο και πιο μεγάλο μου φαίνεται το σπίτι, κάθε φορά που έρχομαι» συνέχισε εκείνος, δοκιμάζοντας να εντοπίσει πόσο την είχε αγκαλιάσει η λήθη του θανάτου. «Μεγάλο, σαν πύργος.»
«Όταν είναι άδεια τα σπίτια, φαίνονται πάντα πιο μεγάλα» απάντησε εκείνη. «Είμαι σίγουρη πως αν πηγαίναμε τώρα στον πραγματικό πύργο της λίμνης, θα καταλάβαινες την υπερβολή των λόγων σου.»
«Ναι, οπωσδήποτε...» μουρμούρισε ο Ρέο και η καρδιά του σκοτείνιασε· αλλά κούνησε το κεφάλι του και πιέστηκε να της χαμογελάσει ξανά. «Και βέβαια, τώρα που σε παρατηρώ καλύτερα, φορούσες το ίδιο φόρεμα αλλά όχι το ίδιο περιδέραιο» άλλαξε τη συζήτηση, για να μη φανεί η συγκίνησή του. «Είναι καταπληκτικό, εσύ το έφτιαξες;»
«Ναι, σου αρέσει; Ο Οφν μου έδωσε την ιδέα.»
Ο Ρέο έκοψε αμέσως το βήμα του.
«Ο Οφν;»
«Ναι. Μου έφερε ένα κουτί με πέτρες που είχε μαζέψει και επέμεινε να τις χρησιμοποιήσω για να φτιάξω κάτι καινούριο· για να μην είναι η εμφάνισή μου, ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη φορά. Ο γλυκός μου, πάντα με σκέφτεται.»
Έγυρε ανεπαίσθητα και κοίταξε καλύτερα το περιδέραιό της.
Γούρλωσε τα μάτια του και το τράβηξε με βία από τον λαιμό της.
«Ρέο, τι κάνεις!;» φώναξε εκείνη, καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τις πέτρες που έπεφταν και κυλούσαν πάνω στις πέτρες του διαδρόμου.
«Ρέο!» ακούστηκε ξαφνικά το ουρλιαχτό του Μάτου.
Ο Δαίμονας κοίταξε τις δυο πέτρες που είχαν απομείνει στο χέρι του.
Κοίταξε τον μάγο, καμιά δεκαριά μέτρα μακριά, που μόλις είχε βγει τρέχοντας από το δωμάτιο.
Κατάπιε αμέσως τις πέτρες και χτύπησε τα δάχτυλά του.
Κι ύστερα, εξαφανίστηκε.


συνεχίζεται


Artwork: Lapis Lazuli and gold bead necklace, Western Asia, late 3rd-early 2nd millennium B.C.E.

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Νυχτοχώρι

Halloween 2023: Υπόσχεση

Ηλιοστάσιο