Η Επανάσταση της Τσαγιέρας: Κεφάλαιο 16




    Ήταν η Κλέουσα που τράβηξε αυτή τη φορά τη Φαλάκ, μέσα από το φρέσκο χώμα των λόφων της Τσαγιέρας.
Αφαίρεσε γρήγορα τα ξύλινα άκρα της, που είχαν σπάσει ξανά· τη φόρτωσε, μαζί με αυτά, σε μια μικρή καρότσα· και ξεκίνησε να την τραβάει στο μικρό μονοπάτι προς το σπίτι της.
«Πού είναι ο Ρέο;» ρώτησε η Φαλάκ, ζαλισμένη.
«Έφυγε αμέσως, μόλις επιβεβαίωσε ότι μεταφέρθηκες επιτυχώς εδώ μέσα. Συμβαίνουν πράγματα εδώ και μέρες, που απαιτούν τη συνεχή προσοχή του. Πάμε σπίτι, να πλυθείς και να ξεκουραστείς.»
«Τι πράγματα συμβαίνουν;»
«Είσαι σίγουρη ότι δε σε παρακολουθεί κανείς στον κόσμο σου; Είχαμε πει να περιμένουμε κι άλλες μέρες, μέχρι να ξανάρθεις· δε χρειαζόταν να βιαστείς.»
«Συνέβησαν και πράγματα εκεί έξω, που δε μου επέτρεπαν να περιμένω κι άλλο. Αλλά, ναι· είμαι σίγουρη. Εκεί που μένουμε, εγώ και η Γκιούλι, έχουμε για φύλακα μια μαύρη Διαβολόγατα με χρυσά μουστάκια.»
«Μαύρη Διαβολόγατα και με χρυσά μουστάκια;» ρώτησε η Κλέουσα, έκπληκτη. «Αυτές είναι πιο ισχυρές και από τις ολόχρυσες Διαβολόγατες! Πού στο καλό τη βρήκατε και πώς την καταφέρατε να σας θεωρήσει αρκετά ικανές για να τη φροντίζετε;»
«Μεγάλη ιστορία.»
«Είναι στ’αλήθεια τυφλές και κουφές στον κόσμο σας, όπως λένε οι φήμες;»
«Βλέπουν μόνο σκιές και δεν καταλαβαίνουν λέξεις των ανθρώπων. Αλλά δεν τους ξεφεύγει απολύτως τίποτα· και από τους δύο κόσμους.»
«Ναι, ναι, ξέρω ότι δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Αχ, πόσο θα ήθελα να τη δω από κοντά.»
«Αν τον γνώριζες, δε θα έκανες ποτέ μια τέτοια ευχή. Είναι το πιο ξινισμένο πλάσμα που ξέρω.»
«Τον συμπαθώ ήδη» μειδίασε η Κλέουσα.
«Τι συμβαίνει τελικά εδώ μέσα; Υπάρχει θέμα με τον Μάτου;»
«Χμ. Μπορείς να το πεις κι έτσι.»
«Τι εννοείς;»
«Υπήρξε μια παρεξήγηση με τον Τσανγιόλ. Νόμιζε για λίγο, πως ο Ρέο ήξερε πάντα τον τρόπο για να βγει και πως και ο Μάτου δεν έμενε απλά στον πύργο· αλλά ότι ήταν εκείνος φυλακισμένος του Ρέο, για να μην αποκαλύψει τα μυστικά του.»
«Γιατί το νόμιζε αυτό;»
«Γιατί κουράστηκε. Γιατί απελπίστηκε. Γιατί είναι πιο εύκολο για τους ανθρώπους να πιστεύουν τα χειρότερα για έναν Δαίμονα, παρά για έναν άνθρωπο. Αλλά δεν το πιστεύει πια.»
«Και τότε; Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Το πρόβλημα είναι ότι και ο Ρέο κουράστηκε. Όταν ο Τσανγιόλ τον κοίταξε, για πρώτη φορά σε εκατό χρόνια, με αληθινή, βαθιά δυσπιστία, κάτι ταράχτηκε μέσα του. Όπως εξαντλήθηκε η υπομονή του νεαρού μας πολεμιστή, έτσι εξανεμίστηκε και η δική του.»
«Τι έκανε;» ρώτησε έντρομη η Φαλάκ.
«Τίποτα δεν έκανε. Απλά σταμάτησε να παριστάνει ότι όλα είναι καλά και ότι όλοι έχουν τις ίδιες καλές προθέσεις με εκείνον.»
«Για τον Μάτου λες.»
«Απλά άφησε την αγάπη όλων για τον Τσανγιόλ και την ειλικρινή επιθυμία τους για την ελευθερία του, να στοχεύσουν αυτόν που πρέπει και όχι αυτόν που βολεύει.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
    Η Κλέουσα σταμάτησε την καρότσα και βοήθησε τη Φαλάκ να ανασηκωθεί. Κατεύθυνε το βλέμμα της προς τη λίμνη· και το πλήθος των πνευμάτων, που είχε κατακλύσει τις όχθες της.
«Τι κάνουν όλοι αυτοί εκεί κάτω;»
«Η Γιορτή του Τσαγιού δεν έγινε ποτέ. Όλα έμειναν όπως τα άφησες. Έχουν παρατήσει τα πάντα. Την καθημερινότητά τους, τις δουλειές τους. Όσο επιφανειακά και παραστατικά ήταν όλα, εντούτις τα εγκατέλειψαν· και έχουν ενωθεί σχεδόν όλοι, μ’έναν κοινό σκοπό. Πολλοί δεν έχουν μνήμες από τις θνητές ζωές τους, εδώ και δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες. Πολλές από τις μέρες τους εδώ μέσα περνούν σα σύννεφα· θολές και άπιαστες. Αλλά ο πόνος του Τσανγιόλ για την ελευθερία, επιμένει μέσα τους, πιο συμπαγής και αληθινός απ’όσα έζησαν ποτέ οι ίδιοι. Έχουν ήδη διαταρράξει την ισορροπία της Τσαγιέρας· κι αν συνεχίσουν έτσι, κινδυνεύει η ίδια τους η ύπαρξη και σύνδεση με τον Ρέο. Ούτε ο ίδιος θα μείνει άθικτος από αυτό, όσο κι αν τον συγκινεί η αφοσίωσή τους· όσο κι αν του χρησιμεύει τώρα η πίεσή τους προς τον Μάτου.»
«Πίεση για ποιο πράγμα; Δεν ξέρουμε αν ο Μάτου κρύβει οτιδήποτε ή αν απλά κουράστηκε πριν απ’όλους.»
«Και βέβαια ξέρουμε, τώρα πια. Ο Ρέο δε θα άφηνε ποτέ το πλήθος να φτάσει σε αυτό το σημείο, μόνο και μόνο γιατί τον πλήγωσε η δυσπιστία του Τσανγιόλ.»
«Μα, τι στο καλό; Τι άλλο έγινε δηλαδή; Όλα βρήκαν να συμβούν αφότου βγήκα;»
Η Κλέουσα χαμογέλασε.
«Ο Μάτου δέχτηκε να σας δει, ακόμα και πριν τη διαμαρτυρία των πνευμάτων. Όμως τώρα, ο Ρέο έχει κι άλλα όπλα στη φαρέτρα του· εκτός από την υπέροχη παρουσία του και εσένα, εννοώ. Και, αν κατάλαβα καλά, έχεις κι εσύ κάτι που ίσως μας βοηθήσει περαιτέρω· αλλιώς δε θα επέμενες να ξαναζήσεις την είσοδο στην Τσαγιέρα τόσο σύντομα, ακόμα και με τη Διαβολόγατα να φυλάει τα νώτα σας.»
Η Φαλάκ κοίταξε τον πύργο.
«Ελπίζω να έχετε δίκιο· και ο Μάτου να κρύβει, πράγματι, κάτι για την ελευθερία του Τσανγιόλ. Γιατί, αν δεν είναι έτσι... αν η μόνη μας ελπίδα είναι, τελικά, οι απόγονοί του...» αναστέναξε. «Τότε, δεν υπάρχει ελπίδα.»
«Γιατί;»
«Γιατί δεν υπάρχουν απόγονοι.»
«Δε μπορεί να κατάφερες να το επιβεβαίωσες αυτό μέσα σε λίγες μέρες· ειδικά παραμένοντας αδρανής στην οικία σου, προσπαθώντας να μην τραβήξεις κανενός είδους προσοχή και από τους δύο κόσμους» είπε η Κλέουσα αυστηρά.
Η Φαλάκ δεν απάντησε. Ξάπλωσε και πάλι στην καρότσα.
«Δε μπορεί» επανέλαβε η Κλέουσα, πιο διστακτικά αυτή τη φορά και ξεκίνησε να τραβάει και πάλι την καρότσα.

***

    Η Γκιούλι πετάχτηκε έντρομη από τον μεσημεριανό της ύπνο, νιώθοντας κάτι να περπατάει στο πρόσωπό της. Έψαξε βιαστικά και δε βρήκε τίποτα. Σαν από κάπου μακριά, ακούστηκε ένας επιθετικός συριγμός ζώου.
Ζάρωσε τα χείλη της εκνευρισμένη και άνοιξε το Αληθινόματό της.
«Μούμπε!» φώναξε, βλέποντας το μαύρο διαβολόγατο στο ταβάνι, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι της, να μαζεύει βιαστικά τα μουστάκια του. «Πόσες φορές σου έχω πει να μη με ξυπνάς έτσι!;»
«Λατρεμένη μου Γκιούλικα, φως της ζωής μου, σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Ξεχάστηκα, καθότι αναστατωμένος.»
«Τι έγινε, πάλι πεινάς;»
«Δεν ξέρω σε τι σε έμπλεξε αυτή η τρισκατάρατη δήθεν φίλη σου-»
«-άσε τις αηδίες, την λατρεύεις όσο κι εμένα.»
«Τι ιεροσυλία! Καμία άλλη δε λατρεύω όσο εσένα!»
«Λέγε, τι έγινε.»
«Τριγυρνούν διάφοροι περίεργοι, γύρω από την περιοχή μας. Δεν έχουν κάνει καμία κίνηση να πλησιάσουν ακόμα, αλλά ερευνούν τα συνορά μου ιδιαίτερα εξονυχιστικά.»
«Ωχ, μας πήραν χαμπάρι οι Δίδυμες» είπε ανήσυχη η Γκιούλι.
«Κοντά έπεσες. Το πρώτο γράμμα.»
«Τι λες μωρέ;»
«Όχι Δίδυμες. Δαίμονες.»

***

    Μερικές ώρες μετά, η Φαλάκ και η Κλέουσα περπατούσαν αργά, η μία δίπλα στην άλλη, το μονοπάτι που οδηγούσε από το σπίτι της δεύτερης προς το χωριό. Τα καινούρια πόδια που φορούσε η Φαλάκ – που της είχε φτιάξει ο Μηχανουργός από δική του πρωτοβουλία, όταν έμαθε ότι θα ξανάρθει στην Τσαγιέρα – εφάρμοζαν τέλεια πάνω της· κι ας μην είχε κρατήσει το μοναδικό αυτό πλάσμα σημειώσεις από την προηγούμενη επισκευή του, όπως θα έκανε κάθε επαγγελματίας ξυλουργός.
«Θα ήθελα να του κάνω ένα δώρο» μονολόγησε, λυγίζοντας και τεντώνοντας συνέχεια το χέρι της, δοκιμάζοντας τους ιμάντες που έσφιγγαν και χαλάρωναν τα ξύλινα δάχτυλα, αδυνατώντας να πιστέψει ότι λειτουργούσαν τόσο καλά. «Δεν είναι σωστό να μου έχει προσφέρει τόσο καλά προϊόντα και υπηρεσίες και να μην ανταμειφθεί με κάτι. Τι θα μπορούσα να του δώσω;»
«Δε χρειάζονται κάποιο αντικείμενο ή χρήματα προφανώς. Υποθέτω... λίγο από τον χρόνο σου; Με τον Ρέο, πάντα ευχαριστιόμαστε να τους κάνουμε παρέα, έστω και για λίγο. Μας ωφελεί πολύ η επαφή μαζί τους, η τόσο ξένη από λόγια ή προβλεπόμενες, ανθρωπομορφικές συμπεριφορές. Αλλά, έχουμε παρατηρήσει, ωφελεί και τους ίδιους· ανθίζουν, κυριολεκτικά.»
«Θα χαρώ να δώσω τον χρόνο μου λοιπόν» είπε εύθυμα η Φαλάκ, χτυπώντας με ενθουσιασμό στο σκληρό έδαφος, το μπαστούνι που της είχαν δανείσει.
Η Κλέουσα μείωσε λίγο τον ρυθμό της.
«Δεν έχω πει στον Ρέο πού πάμε» είπε χαμηλόφωνα. «Νομίζει ότι είσαι σπίτι μου και ξεκουράζεσαι, μέχρι το δείπνο με τον Μάτου.»
«Το φαντάστηκα.»
«Και δε σε πειράζει;»
«Γιατί να με πειράζει; Ακόμα κι αν ο Ρέο είναι ο άρχοντας της Τσαγιέρας, υπάρχουν κάποια πράγματα που δε χρειάζεται – και δεν πρέπει – να ανακατεύεται. Σωστά;»
«Σωστά» επανέλαβε η Κλέουσα και χαμογέλασε.
    Ήταν ο Σάγια που τους άνοιξε την εξώπορτα.
«Δεσποινίς Φαλάκ! Τι ευχάριστη έκπληξη! Νόμιζα πως δε θα σας βλέπαμε, παρά μετά το δείπνο με τον Μάτου» είπε και σχεδόν τις τράβηξε μέσα, ενθουσιασμένος.
«Όλοι ξέρουν για το δείπνο;» ρώτησε η Φαλάκ.
«Μα και βέβαια. Όλοι θέλουν το καλύτερο για τον Τσανγιόλ· και αυτό το δείπνο, τώρα που είστε κι εσείς εδώ, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας.
Η Φαλάκ αναστέναξε.
«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε απόψε, αγαπητέ Σάγια. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε γενικά. Ίσως δεν είναι φρόνιμο να στηρίζετε όλες σας τις ελπίδες επάνω μου.»
«Δεν τις στηρίζουμε επάνω σας, δεσποινίς· αλλά επάνω μας. Εσείς, ακόμα κι αν δεν κάνετε τίποτε περισσότερο, ήρθατε και μας ξυπνήσατε. Ο Μάτου δε μπορεί να μας αγνοεί πια· όχι όταν είμαστε όλοι μαζί. Μείναμε πολύ καιρό αδρανείς.»
«Αν καταλαβαίνω καλά, δεν κάνει καλό σε κανέναν που έχετε παρατήσει τα πάντα. Σύντομα, θα υποφέρετε στ’αλήθεια.»
«Βολευτήκαμε όλοι με την παρουσία του εδώ μέσα, δεσποινίς, επιλέγοντας να αγνοήσουμε τη φυλακή που υπέμενε ο Τσανγιόλ για χάρη μας. Ήρθε η ώρα να υπομείνουμε κι εμείς γι’αυτόν.»
Του χαμογέλασε θλιμμένα.
«Εσύ, πώς και δεν είσαι στη λίμνη;»
«Κάνουμε βάρδιες με τη Μίριαμ, για να του κρατάμε παρέα.»
«Έχει βγει καθόλου από το δωμάτιό του;» ρώτησε η Κλέουσα αδιάφορα, ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Η Μίριαμ του αφήνει φαγητό και καθαρά σεντόνια έξω από την πόρτα. Έχουμε μεταφέρει το κλειδοκύμβαλο στον διάδρομο, λίγο μετά την πόρτα του· και παίζει μουσική αρκετές φορές μέσα στη μέρα, μήπως και του κάνει καλό. Εγώ μπαίνω τα πρωινά και τα βράδια, μόνο για να γυρίσω τον μοχλό και βγαίνω αμέσως. Δε μας μιλά καθόλου, σχεδόν δε με κοιτάει.»
Η Φαλάκ κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.
«Δε θα πιείτε κάτι πρώτα δεσποινίς;» ρώτησε ο νεαρός. «Να σας δείξω και το σπίτι.»
«Αργότερα, θα χαρώ πολύ να το δω και να δοκιμάσω οτιδήποτε μας έχεις ετοιμάσει αγαπητέ μου» του απάντησε και ξεκίνησε να ανεβαίνει· αργά και βαριά, κοπανώντας σκόπιμα το μπαστούνι πιο δυνατά απ’ότι συνήθως, για να ανακοινώσει τη δική της παρουσία.

***

    Η Γκιούλι περπάτησε όλο το μήκος των συνόρων του κτήματός της. Είχε σκεπάσει το ένα μάτι της με ένα ύφασμα και είχε αφήσει μόνο το Αληθινόματό της ανοιχτό. Κάθε δύο βήματα, σταματούσε για μια στιγμή, προσπαθώντας να δει ή να ακούσει κάτι διαφορετικό απ’όσα ήξερε και μπορούσε να αναγνωρίσει· και ύστερα, συνέχιζε.
Ο Μούμπε πετάχτηκε ξαφνικά, αιωρούμενος, μπροστά στο ενεργοποιημένο Αληθινόματό της.
«Τους βλέπεις;» ψιθύρισε.
«Όχι» απάντησε εκείνη κοφτά, συνεχίζοντας την πορεία της. «Είσαι σίγουρος ότι τους είδες;»
«Σαφώς και δεν τους είδα. Τους αισθάνθηκα.»
«Ναι, ναι· κατάλαβες τι ήθελα να πω.»
«Είμαι σίγουρος. Άλλωστε, δεν κρύβονται. Τριγυρνούν εδώ γύρω ελεύθερα. Είναι σα να μου ανακοίνωσαν την άφιξή τους.»
Πήραν χαμπάρι τον Ρέο, τώρα που ξαναβγήκε για να πάρει τη Φαλάκ; αναρωτήθηκε η Γκιούλι. Μα πώς; Και γιατί δεν τον κατάλαβαν στην πρωτεύουσα; Κρατάει μόνιμα την ενέργεια της Τσαγιέρας στο ελάχιστο δυνατόν, αλλιώς θα μας είχαν καταλάβει όλοι πολύ νωρίτερα· άρα, κρατάει και τη δική του στο αντίστοιχο ελάχιστο.
«Το νιώθεις, λατρεμένη μου Γκιούλικα;»
«Ποιο;»
«Την ησυχία. Ακόμα και γι’αυτό το μέρος, καταχωνιασμένο σε μία από τις πιο γαλήνιες γωνιές και των δύο κόσμων, είναι... αφύσικη. Είναι οι Δαίμονες. Μας έχουν περικυκλώσει.»
«Σκατά!» είπε μέσα από τα δόντια της.
Η ησυχία!
Το ελάχιστο δυνατό της ενέργειας, στο οποίο είχε συνηθίσει να λειτουργεί ο Ρέο τους τελευταίους αιώνες στην πρωτεύουσα, δεν είχε καμία σχέση με το απαραίτητο ελάχιστο δυνατό της περιοχής που ζούσαν οι δύο γυναίκες. Και, ακόμα κι αν λειτουργούσε ικανοποιητικά για όλα τα υπόλοιπα πλάσματα του Κόσμου Πίσω από τον Κόσμο, οι Δαίμονες θα ήταν σίγουρα πιο ευαίσθητοι στην ενέργεια ενός δικού τους – και τόσο ισχυρού δικού τους. Στην πρωτεύουσα, ακόμα και στα φαινομενικά ήρεμα μέρη της όπως η έπαυλη, υπήρχε πάντα θόρυβος και πλήθος – και από τους δύο κόσμους, έστω και σκορπισμένο· στην πρωτεύουσα, ήταν εύκολο να κρυφτεί σχεδόν ο οποιοσδήποτε με ικανοποιητικές γνώσεις και αποφασιστικότητα. Όμως, εδώ...
«Τι έγινε;» ρώτησε έκπληκτος ο Μούμπε.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει άλλο πλάσμα ή πνεύμα, εκτός από τους Δαίμονες;»
«Είμαι σίγουρος ότι, με τόσους Δαίμονες ξαφνικά μαζεμένους εδώ γύρω, θα έρθουν και άλλα πλάσματα πολύ σύντομα. Έστω και μόνο από περιέργεια.»
Σκατά. Τι κάνω, τι μπορώ να κάνω;
Το μικρόσωμο γατί με τα χρυσά μουστάκια, στάθηκε πάλι μπροστά στο Αληθινόματό της και την κοίταξε επίμονα.
«Θα μου πεις πού έχετε μπλέξει;»
Δεν του απάντησε.
Ο Μούμπε, ως Διαβολόγατα δεμένη στο κτήμα, μπορούσε να τις ειδοποιεί για τον οποιοδήποτε κίνδυνο. Μπορούσε και να τις προστατεύει από διάφορους περίεργους, μέχρι ενός σημείου. Όμως, αυτό συνέβαινε κυρίως λόγω της φήμης του και όχι γιατί είχε πολλές ικανότητες. Ως Διαβολόγατα δεμένη γενικά, ήταν ένα πλάσμα πολύ περιορισμένο· και ειδικά απέναντι σε Δαίμονες, πρακτικά ανίκανο. Αν αποφάσιζαν να περάσουν τα σύνορά του, μπορούσε μόνο να τους παρακολουθεί και να ξέρει πού βρίσκονται ανά πάσα στιγμή· τίποτε παραπάνω. Η Γκιούλι και η Φαλάκ δεν είχαν θελήσει ποτέ και κάτι παραπάνω, βέβαια· ήταν εξαιρετικά σπάνιο, ακόμα και το γεγονός ότι δυο απλές θνητές χωρίς μαγεία τον είχαν στη γη τους, απλά ως φύλακα-παρατηρητή.
«Πες μου τι μπορούμε να κάνουμε για να τους διώξουμε» απαίτησε ψυχρά, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
«Όχι. Εσύ πες μου, πού έχετε μπλέξει. Οι Δίδυμες τα ξέρουν τα καμώματά σας;»
«Μούμπε, σε παρακαλώ· Βοήθησέ με.»
«Και θα μου πεις;»
«Δε μπορώ. Τουλάχιστον, όχι πριν γυρίσει η Φαλάκ.»
«Α! Και για να’χουμε καλό ρώτημα, πού είναι αυτή; Δεν την πήρα χαμπάρι να βγαίνει από το κτήμα.»
«Τώρα θες να το συζητήσουμε αυτό;»
Το γατί στρογγυλοκάθισε στον αέρα και την κοίταξε αυτάρεσκα.
«Περιμένω» της είπε.

***

    Ο Ρέο περπατούσε αργά ανάμεσα στα πνεύματα στην όχθη της λίμνης, κοιτώντας ανά διαστήματα, σκυθρωπός, προς τον πύργο.
Σύντομα, σκέφτηκε. Σύντομα Μάτου, δε θα μπορείς άλλο να κρύβεσαι.
Και αμέσως μετά, γύρισε απότομα το κεφάλι του προς το στόμιο της Τσαγιέρας. Γούρλωσε τα μάτια του και έμεινε για λίγο ακίνητος.
Ύστερα, σήκωσε το ριχτό του ρούχο και άρχισε να τρέχει προς το χωριό.
Κλέουσα! φώναξε μέσα στο μυαλό του. Έλα γρήγορα, σε χρειάζομαι!

***

    Η Κλέουσα βγήκε γρήγορα από το σπίτι του Τσανγιόλ και έτρεξε προς τη λίμνη.
Έρχομαι! φώναξε μέσα στο μυαλό της. Τι έγινε;
Πού είσαι;
Στο χωριό;
Τι κάνεις στο χωριό; Πού είναι η Φαλάκ;
Πάψε, έρχομαι. Πες μου τι έγινε!


***

    Η Γκιούλι είχε κάτσει οκλαδόν στο έδαφος, απέναντι από τον Μούμπε· και είχαν μείνει έτσι οι δυο τους, σε μια ανόητη επίδειξη ισχύος.
«Θα μου πεις;» υποχώρησε το γατί. «Σύντομα θα μπουν.»
«Έχει περάσει ώρα και δεν έχουν κουνηθεί.»
«Πού το ξέρεις;»
«Δεν είσαι τόσο καλός ηθοποιός, Μούμπε. Ξέρεις πολύ καλά ότι ξέρω πολύ καλά, πόσο αντιπαθείς τους Δαίμονες. Δεν υπήρχε περίπτωση να είχαν περάσει τα σύνορά σου και να μην είχες τιναχτεί έστω μια σπιθαμή από τη θέση σου. Επίσης, ξέρω πόσο μας αγαπάς. Όσο περίεργος κι αν είσαι να μάθεις τι συμβαίνει, δε θα διακινδύνευες ποτέ να με αφήσεις εκτεθειμένη στο πέρασμά τους.»
Εκείνος έβγαλε έναν οργισμένο συριγμό και της γύρισε την πλάτη. Αλλά έγυρε αμέσως το κεφάλι του, σα να είχε αισθανθεί κάτι καινούριο στην περιοχή του.
«Αυτή είναι η περίφημη μαύρη Διαβολόγατα με τα χρυσά μουστάκια;» είπε ξαφνικά μια σαγρή φωνή πίσω τους.
Γύρισαν και οι δύο έντρομοι· και είδαν τη μαυροντυμένη, μαυρομαλλούσα, σκελετωμένη γυναίκα με τις θεοσκότεινες κόγχες, να έχει τεντώσει τα χείλη της σε ένα κούφιο χαμόγελο.
Εκείνη σήκωσε τα χέρια της.
«Είμαι εδώ για να βοηθήσω» είπε απολογητικά.
«Κλ-Κλέουσα;» ρώτησε διστακτικά η Γκιούλι.
Η γυναίκα υποκλίθηκε.
«Στη διάθεσή σου, αγαπητή Γκιούλικα. Ή προτιμάς το Γκιούλι;»
«Μα... πώς;»
«Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» ψέλλισε ο Μούμπε, απολύτως εκστασιασμένος με το θέαμα και τον διάλογο μπροστά του.
«Συγχώρεσέ με, νεαρέ μου· δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις. Πρέπει να πω δυο κουβέντες με τα παιδιά εκεί έξω» είπε η Κλέουσα και τους προσπέρασε με ταχύ βήμα, κατευθυνόμενη προς τα όρια του κτήματος.

***

    Η Γκιούλι την ακολούθησε, παραπατώντας και κοιτώντας φοβισμένη γύρω της.
«Τους βλέπεις;» ψιθύρισε. «Κλέουσα...;»
«Σσσς, κορίτσι» απάντησε εκείνη ήρεμα. «Δε χρειάζεται να τους βλέπω.»
«Κλαίουσα είναι αυτή; Κανονική Κλαίουσα;» ακούστηκε μια ξένη φωνή, λίγα βήματα μπροστά τους.
Η Γκιούλι κοκκάλωσε. Το τοπίο μπροστά τους, ξαφνικά θόλωνε σε μερικά σημεία, σαν κάτι αόρατο – ή πιο σωστά, δυο-τρία αόρατα – να κινούνταν πέρα-δώθε.
«Με βλέπουν αυτοί» συμπλήρωσε η Κλέουσα, με αυτάρεσκο ύφος. «Καλωσήρθατε παιδιά!» φώναξε και άνοιξε την αγκαλιά της.
Μια δεύτερη φωνή.
«Κλαίουσα είναι, αλήθεια! Τι κάνεις εδώ πέρα;»
Μια τρίτη.
«Έχω να δω κανονική Κλαίουσα... αχ, πάνε πολλές δεκαετίες. Όλο πετυχαίνω αυτά τα πλάσματα των νεότερων γενεών, που μόνο θρηνούν και δεν πειράζουν καθόλου τους ζωντανούς.»
Πάλι η πρώτη.
«Εσύ είσαι που πιάσανε οι αισθήσεις μας;»
«Νομίζω πως ναι» απάντησε εκείνη.
«Αποκλείεται.»
«Γιατί αποκλείεται;»
«Γιατί μυρίζεις περίεργα.»
«Περίεργα;»
«Ναι. Σα Δαίμονας.»
«Δαίμονας; Νομίζατε ότι υπήρχε εδώ Δαίμονας; Γι’αυτό ήρθατε;»
«Ναι» απάντησε η τρίτη φωνή.
«Ίσως... ξέρετε, έκανα για πολλούς αιώνες παρέα με τη Λεπίδα, πριν πεθάνει» απάντησε η Κλέουσα. «Μέναμε για καιρό και στην ίδια επικράτεια. Δεν το βρίσκω περίεργο να έχει επηρρεάσει η μία την άλλη, με αυτόν τον τρόπο.»
«Ήξερες τη Λεπίδα;» ρώτησε η πρώτη φωνή.
«Μόλις το είπα.»
«Η Λεπίδα δεν ήταν οποιαδήποτε Δαίμονας. Δεν ανεχόταν κανέναν γύρω της, μη αρχαίο και χωρίς αξιοσημείωτη ισχύ.»
«Πράγματι.»
«Μμμ, ναι. Και, τι έχεις ακριβώς, που τράβηξε εμάς εδώ πέρα; Ως Κλαίουσα, δεν αμφισβητώ ότι έχεις εντυπωσιακές δυνάμεις. Αλλά, να ξεγελαστούμε τόσο πολύ και να νομίσουμε ότι είναι κάποιος από εμάς; Και αδιαμφισβήτητα αρχαίος και ισχυρός;»
«Γιατί δεν είμαι απλά μια Κλαίουσα. Είμαι η αυθεντική. Η πρώτη.»
«Ποια πρώτη; Η πρώτη Κλαίουσα;»
«Ναι.»
«Αποκλείεται.»
«Άντε πάλι. Γιατί;»
«Θα πρέπει να είσαι...»
«... μερικών χιλιάδων ετών. Ναι.»
«Δε μπορεί.»
«Και βέβαια μπορεί, αγαπητό μου Τσεκούρι.»
Ένας κρύος άνεμος φύσηξε ξαφνικά, ολόγυρά τους.
«Πώς ξέρεις το όνομά μου;»
«Η ενέργεια που εκπέμπεις κι εσύ, είναι αδιαμφισβήτητη. Σε θυμάμαι πριν... ήταν δυο χιλιάδες χρόνια; Στην αναμέτρηση που διοργανώσατε με τους Τιτάνες, για να εντυπωσιάσετε τον Βασιλιά σας; Εξαιρετική εμφάνιση. Θα τολμήσω να πω, σχεδόν γοητευτική.»
«Ποιος μπορεί να θεωρήσει εσένα, γοητευτικό;» χασκογέλασε η δεύτερη φωνή.
«Σκάσε» είπε το Τσεκούρι ενοχλημένο. «Ας πούμε ότι σε πιστεύω Κλαίουσα. Αλλά τι κάνεις εδώ πέρα; Γιατί σε πήραμε χαμπάρι τώρα, ενώ τριγυρνάς στους Κόσμους για χιλιάδες χρόνια;»
«Προφανώς, γιατί ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου» χαμογέλασε εκείνη. «Αλλά τώρα... αχ, φοβάμαι πως ήμουν απρόσεχτη» συμπλήρωσε. «Κάτι προσπαθούσαμε να κάνουμε με τη φίλη μου από εδώ και-»
«-φίλη σου; Η θνητή;»
«Βεβαίως.»
«Πώς μια θνητή, έχει φίλη εσένα;»
«Δεν έχει μόνο εμένα. Έχει και τη Ντουίν τη Δίδυμη· και τον Σάμσον τον Νυσταγμένο.» «Φίλη της Ντουίν και του Σάμσον;» μουρμούρισε εντυπωσιασμένη η τρίτη φωνή.
«Και έχει για φύλακα της επικράτειάς της, μια μαύρη Διαβολόγατα με χρυσά μουστάκια.»
«Διαβολόγατα;» ρώτησε το Τσεκούρι. «Δεμένη ή ελεύθερη;»
«Για δοκίμασε να περάσεις στην περιοχή μου-» ξεκίνησε να λέει ο Μούμπε, με βροντερή φωνή.
Η Γκιούλι ξερόβηξε.
«-στην περιοχή μας...» διόρθωσε το γατί – εμφανώς απρόθυμα «... και θα μάθεις.»
«Νομίζω πως το θέμα δεν είμαι εγώ» είπε η Κλέουσα. «Αλλά ο λόγος για τον οποίο βρίσκεστε εδώ. Ακόμα κι αν ήταν Δαίμονας εδώ, τι σας νοιάζει εσάς;»
Κανείς τους δεν απάντησε.
«Ψάχνετε κάποιον δικό σας;» επέμεινε εκείνη.
Σιωπή.
«Είναι κάποιος φίλος; Ή κάποιος παράνομος, για τον οποίο χρειάζεται να γνωρίζει το Σοφό Πλάσμα αυτής της επικράτειας;»
Ο Μούμπε τους ένιωσε να πισωπατούν.
«Απλά μας έκανε εντύπωση η ενέργεια, Κλαίουσα» είπε η τρίτη φωνή. «Δε χρειάζεται να βγάζεις αυθαίρετα συμπεράσματα.»
«Με τιμάτε με τα λόγια σας» τους απάντησε, δήθεν συγκινημένη. «Να με μπερδέψει το περίφημο Τσεκούρι για κάποιον αρχαίο δικό του... να υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση από αυτήν, για κάποια σαν εμένα;»
«Έχουμε κι άλλες δουλειές» είπε η πρώτη φωνή. «Φρόντισε να προσέχεις από ‘δω και πέρα. Κρίμα να σου επιτεθούν άλλοι δικοί μας, πιο ευέξαπτοι, μόνο και μόνο γιατί θα νομίζουν-»
«-τι να νομίζουν;» τον έκοψε. «Ότι είμαι Δαίμονας; Και γιατί να μου επιτεθούν έτσι απροκάλυπτα, νομίζοντας ότι είμαι μία από εσάς;»
«Απλά λέμε» είπε η δεύτερη φωνή.
«Μα δεν είναι λογικό αυτό που λέτε. Εξηγείται μόνο, αν κυνηγάτε κάποιον δικό σας. Είστε σίγουροι ότι δε χρειάζεται να ενημερώσω το Σοφό Πλάσμα σε αυτά τα μέρη, για την ασφάλειά μου;»
Και πάλι σιωπή.
«Έφυγαν. Εξαφανίστηκαν» είπε ο Μούμπε χαμηλόφωνα.
«Το κατάλαβα» είπε κι εκείνη στον ίδιο τόνο.
«Σίγουρα ψάχνουν κάποιον.»
«Ναι.»
«Κι εσύ ξέρεις ποιον. Και η καημένη μου η Γκιούλικα ξέρει ποιον. Δε θα μου πει κανείς πού την έχετε μπλέξει; Πώς να την προστατέψω όταν με κρατάτε στο σκοτάδι;»
«Η καημένη σου η Γκιούλικα είναι εδώ και σε ακούει» πετάχτηκε η Γκιούλι. «Και μαζέψου.»
«Εγώ για σένα νοιάζομαι, λατρεμένη μου.»
«Νεαρέ» τους διέκοψε η Κλέουσα. «Η περιέργειά σου δε θα ικανοποιηθεί. Φρόντισε να το αποδεχτείς. Αγαπητή Γκιούλικα, θα μείνω μαζί σας λίγο ακόμα· για να διαλύσουμε τις υποψίες και άλλων μελλοντικών απρόσκλητων επισκεπτών.»
«Χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο εγώ;»
«Απολύτως τίποτα.»
«Όμως... εσύ πράγματι κρυβόσουν για τόσο καιρό, έτσι δεν είναι;»
«Δεν κρυβόμουν ενεργά από κανέναν. Απλά δεν ασχολιόμουν με κανέναν. Και δεν ήθελα να ασχολούνται μαζί μου.»
«Ναι, αλλά τώρα όλοι θα ασχοληθούν. Μπορεί να μην είσαι Δαίμονας, αλλά είσαι η πρώτη Κλαίουσα. Θα έρθουν πολλοί ενοχλητικοί να σε χαζέψουν σαν αξιοθέατο. Το ζητούμενο ήταν να μην τραβήξουμε την προσοχή, δεν ήταν;»
«Την προσοχή την τραβήξαμε, θέλαμε δε θέλαμε. Τώρα, το θέμα είναι να την εστιάσουμε εκεί που θέλουμε εμείς.»
«Και δε σε νοιάζει, που έχασες μετά από τοσες χιλιάδες χρόνια, την πολύτιμη ησυχία σου;»
«Αχ, οι θυσίες που κάνουμε για την αγάπη...» αναστέναξε η Κλέουσα.

***

    Η Φαλάκ έφτασε έξω από την πόρτα του δωματίου του Τσανγιόλ.
Σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Έγύρε το καινούριο μπαστούνι και έσκυψε αργά, για να κάτσει στο πάτωμα όσο πιο ομαλά μπορούσε. Δεν τα κατάφερε.
«Όλα καλά, Μάριαμ;» ακούστηκε η φωνή του από την άλλη μεριά της πόρτας.
Η Φαλάκ τινάχτηκε ανεπαίσθητα για μια στιγμή, έχοντας στο νου της μόνο την οργισμένη εκδοχή αυτής της φωνής. Όμως, μειδίασε, ευχάριστα έκπληκτη· τώρα άκουγε μόνο ανησυχία και έγνοια. Αυτός ο Τσανγιόλ, μέσα στην παραίτηση και την απελπισία για την κατάστασή του, αδυνατούσε να μη νοιάζεται για την ηλικιωμένη γυναίκα που, προφανώς, τον αγαπούσε και τον φρόντιζε.
«Χρησιμοποιεί κι εκείνη μπαστούνι για να ανέβει τις σκάλες;» του είπε όσο τακτοποιούσε το ξύλινο πόδι της δίπλα στο σάρκινο, ακουμπώντας τελικά την πλάτη της στην πόρτα.
Δεν της απάντησε.
Γύρισε το κεφάλι της και κόλλησε το αυτί της στο ξύλο.
«Τσανγιόλ;»
Ένας μπουκωμένος γδούπος ήρθε από την άλλη πλευρά· η πόρτα κουνήθηκε ανεπαίσθητα.
«Πίστευα πως ήταν ο Σάγια, που πάλι κάτι κουβαλούσε στη σκάλα, για να με δελεάσει να βγω» της απάντησε μετά από λίγο.
Η φωνή του ήταν πολύ κοντά τώρα· και στο ύψος που βρισκόταν το δικό της κεφάλι. Είχε κάτσει κι εκείνος στην άλλη πλευρά.
«Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι άλλο να πω» συνέχισε ο Τσανγιόλ. «Φέρθηκα σαν αγροίκος. Συγγνώμη.»
Η Φαλάκ πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.
«Δεκτή» του είπε, ανακουφισμένη.
«Σε έπεισε ο Ρέο και ήρθες πάλι εδώ μέσα, για να μιλήσεις με τον Μάτου;» τη ρώτησε.
«Δε χρειαζόταν να με πείσει. Ξεκαθάρισα από την αρχή ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω.»
«Γιατί υπήρξα κάποτε το περίφημο σύμβολο της Επανάστασης;» ρουθούνισε ο Τσανγιόλ ειρωνικά.
«Γιατί είσαι κάποιος που χρειάζεται βοήθεια» απάντησε εκείνη και αναστέναξε. «Και γιατί... εγώ κι εσύ, βρεθήκαμε και μοιραστήκαμε ένα βλέμμα κατανόησης και μια αγκαλιά. Πριν μερικές μέρες και πριν εκατό χρόνια.»
«Σου είπε ο Ρέο γι’αυτόν τον Γι Αν-τάν; Τον πιστεύεις;»
«Δεν ξέρω αν και ο ίδιος το πιστεύει στ’αλήθεια. Όμως, να που είμαστε όλοι εδώ. Ακόμα κι αν όλα αυτά που μας έφεραν σε αυτό το σημείο δε σημαίνουν τίποτα για το απέραντο σύμπαν, σημαίνουν κάτι για εμένα. Κι αυτό μου φτάνει για να προσπαθήσω.»
Έμειναν για λίγο αμίλητοι, γερμένοι στις δυο πλευρές της πόρτας. Ήταν η Φαλάκ που μίλησε πρώτη.
«Τσανγιόλ;» ψιθύρισε διστακτικά.
«Ναι;»
«Η Κλέουσα με έφερε εδώ για να σου μιλήσω.»
«Για να με πείσεις να βγω από το δωμάτιο;»
«Της είπα ότι θα ήμουν ικανοποιημένη αν κατάφερνα να σε σηκώσω από το κρεβάτι.»
Εκείνος μειδίασε.
«Τα κατάφερες λοιπόν.»
«Δεν έκανα και τίποτα· εσύ είσαι πολύ πιο καλόβολος απ’όσο θέλεις να δείχνεις. Έπρεπε να δεις τι τράβηξε και τι αναγκάστηκε να κάνει η καημένη Γκιούλι για να καταφέρει να σηκώσει εμένα, όταν ο πρώτος μου έρωτας δεν είχε ανταπόκριση λόγω της αναπηρίας μου.»
Δεν της απάντησε.
«Σου έχει πει ο Ρέο για τη Γκιούλι;»
«Μ-χμ.»
«Σε έκανα να νιώσεις άσχημα λόγω της αναπηρίας μου;»
«Είμαι φυλακισμένος μέσα σε μια μαγική Τσαγιέρα για πεθαμένους, εδώ και εκατό χρόνια. Όσα ήξερα και αγαπούσα χάθηκαν για πάντα· και μάλλον θα μείνω εδώ μέσα μέχρι να τρελαθώ, αφού δε μπορώ ούτε να γεράσω ούτε να πεθάνω. Πόσο άσχημα λες να αισθάνομαι για εσένα, που είσαι μια ελεύθερη γυναίκα σε μια ελεύθερη χώρα, μόνο και μόνο επειδή σου λείπουν ένα χέρι και ένα πόδι;»
Η Φαλάκ γέλασε δυνατά και απολαυστικά.
«Αχ, Τσανγιόλ· σου ορκίζομαι πως δε θα σε αφήσω να τρελαθείς εδώ μέσα.»
«Ωχ, άρχισες κι εσύ με τις ελπίδες;»
«Δεν είμαι εδώ για να σε πείσω να πιστέψεις εμένα ή τον Ρέο.»
«Τότε γιατί είσαι εδώ;»
«Αρχικά, γιατί με παρακάλεσε η Κλέουσα. Τώρα όμως... θα ήθελες να σου μιλήσω για τον κόσμο στον οποίο θα ζήσεις, μόλις καταφέρουμε να σε ελευθερώσουμε;»
Ξανά, καμία απάντηση.
    Η Φαλάκ έκλεισε τα μάτια της και ευχήθηκε να μην είχε μόλις φανεί, καταστροφικά τολμηρή.
Κι ύστερα, το σώμα της έγυρε προς τα πίσω ξαφνικά, καθώς η πόρτα άνοιξε.
Στηρίχτηκε άμεσα στο καλό της χέρι και γύρισε προς τα πίσω.
Ο Τσανγιόλ στεκόταν στο άνοιγμα και είχε απλώσει το χέρι του προς το μέρος της.
«Θέλεις βοήθεια για να σηκωθείς;»
«Έχει ξεσηκωθεί όλη η Τσαγιέρα για χάρη σου» του είπε διστακτικά. «Είσαι σίγουρος ότι δε θες να πάμε να τους δεις, έστω από μακριά;»
«Θα μπεις ή να ξανακλείσω;»
Γούρλωσε τα μάτια της και άρπαξε το χέρι του σφιχτά.


συνεχίζεται

Artwork: View from the hilltop, Le Pho (Vietnam), 1937

Comments

Popular posts from this blog

Halloween 2023: Νυχτοχώρι

Halloween 2023: Υπόσχεση

Ηλιοστάσιο