The Silent Suppers: The Last
Η Όρλα σήκωσε τα πόδια της και μαζεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα της μαμάς. Κοίταξε πλάγια την πολυθρόνα του μπαμπά· ήταν πολύ βαριά για να την τραβήξει και να τις βάλει μαζί, για να κάτσει ακόμα πιο αναπαυτικά. Δεν πειράζει, σκέφτηκε. Σύντομα θα έρχονταν και θα την τραβούσε ο μπαμπάς για χάρη της. Πάντα ένιωθε λίγο περίεργα μέσα στο άδειο, σκοτεινό σπίτι, τις νύχτες του Σάουιν· πριν η ιερή φλόγα φωτίσει τα πάντα σαν καινούρια. Και η κουβέρτα έπεφτε συνέχεια από τους ώμους της, όσο κι αν προσπαθούσε να τη στερεώσει καλύτερα. Τέντωσε τα αυτιά της· απ’έξω, ακουγόταν τώρα ο κόσμος, που επέστρεφαν στα γειτονικά σπίτια από τη γιορτή. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε και κουνήθηκε έντονα, για να τινάξει από πάνω της την παγωνιά. Έτρεξε προς την εξώπορτα. Δεν πρόλαβε να ανοίξει. Η μαμά ξεκλείδωσε και μπήκε πρώτη. Την προσπέρασε βιαστικά και πήγε προς το τζάκι. Άναψε γρήγορα τη φωτιά και άφησε παραδίπλα το ολοκαίνουριο φανάρι, που είχε φτιάξει η Όρλα το περασμένο καλοκαίρι. Το πρώτο που έφτιαξ