Posts

The Silent Suppers: The Last

     Η Όρλα σήκωσε τα πόδια της και μαζεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα της μαμάς. Κοίταξε πλάγια την πολυθρόνα του μπαμπά· ήταν πολύ βαριά για να την τραβήξει και να τις βάλει μαζί, για να κάτσει ακόμα πιο αναπαυτικά. Δεν πειράζει, σκέφτηκε. Σύντομα θα έρχονταν και θα την τραβούσε ο μπαμπάς για χάρη της.      Πάντα ένιωθε λίγο περίεργα μέσα στο άδειο, σκοτεινό σπίτι, τις νύχτες του Σάουιν· πριν η ιερή φλόγα φωτίσει τα πάντα σαν καινούρια. Και η κουβέρτα έπεφτε συνέχεια από τους ώμους της, όσο κι αν προσπαθούσε να τη στερεώσει καλύτερα. Τέντωσε τα αυτιά της· απ’έξω, ακουγόταν τώρα ο κόσμος, που επέστρεφαν στα γειτονικά σπίτια από τη γιορτή. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε και κουνήθηκε έντονα, για να τινάξει από πάνω της την παγωνιά. Έτρεξε προς την εξώπορτα.      Δεν πρόλαβε να ανοίξει. Η μαμά ξεκλείδωσε και μπήκε πρώτη. Την προσπέρασε βιαστικά και πήγε προς το τζάκι. Άναψε γρήγορα τη φωτιά και άφησε παραδίπλα το ολοκαίνουριο φανάρι, που είχε φτιάξει η Όρλα το περασμένο καλοκαίρι. Το πρώτο που έφτιαξ

The Silent Suppers: The Sixth

     Ο Φέιλαν στηρίχτηκε στο σκαλιστό μπαστούνι του και περπάτησε αργά προς την εξώπορτα. Ύστερα, γύρισε και επιθεώρησε – υπό το φως ενός μεγάλου, μοναδικού κεριού, το μεγάλο τραπέζι στη μέση του σπιτιού, στρωμένο για το δείπνο του Σάουιν. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος όταν οργάνωνε τη μάζωξη, μα απ’ότι φαινόταν, θα κάθονταν άνετα όλοι οι καλεσμένοι του, μαζί με τους νεκρούς. Χαμογέλασε αυτάρεσκα· κάτι άξιζαν ακόμα αυτά τα ροζιασμένα χέρια, κάτι μπορούσε να καταφέρει ακόμα, αυτός ο ξεμωραμένος ηλικιωμένος που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέπτη του. Και ειδικά για χάρη του Γκρέγκορ, μπορούσε να καταφέρει τα πάντα.     Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η μεγάλη φωτιά της γιορτής στην κορυφή του λόφου απέναντι, φαινόταν να σβήνει σιγά-σιγά. Σύντομα ο κόσμος θα κατέβαινε. Σύντομα θα ξεκινούσε το δείπνο. Σύντομα ο Φέιλαν θα αποχαιρετούσε τον Γκρέγκορ, όπως του έπρεπε. Μέχρι να τον ξαναβρεί στον Αλλόκοσμο· σύντομα κι εκείνος μάλλον, αν έκρινε από τους πόνους σε όλο του το σώμα και αυτόν τον επίμονο βήχα

The Silent Suppers: The Fifth

     Η Μέιβ στήριξε στους ώμους της τον Ντόναχα και τον βοήθησε να περπατήσει μέχρι το τραπέζι. Έπεσε βαρύς επάνω της και το σπασμένο πόδι του δε θα λειτουργούσε για μέρες ακόμα, μα δεν αγκομαχούσε· κι εκείνος προσπάθησε πολύ να δουλέψει το άλλο του πόδι για να μην την ταλαιπωρήσει πολύ. Δε μπορούσε να της μιλήσει, δε μπορούσε να την κοιτάξει με κατανόηση, αλλά η Μέιβ το καταλάβαινε πως προσπαθούσε πολύ να μην την ταλαιπωρήσει. Όχι απόψε· ειδικά απόψε.      Ο Ντόναχα δε σηκωνόταν ποτέ για δείπνο· ούτε όταν όλα του τα άκρα λειτουργούσαν σωστά. Τον τάιζε στο κρεβάτι, μετά το καθημερινό του μπάνιο – κρύο τις περισσότερες φορές, γιατί δε μπορούσαν πάντα να ξοδεύουν ξύλα για να το ζεστάνουν, αλλά δεν παραπονιόταν· όχι ότι μπορούσε να παραπονεθεί, αλλά η Μέιβ ήξερε πότε έσφιγγε ανεπαίσθητα τα χείλη του, όταν κάτι δεν του άρεσε. Και το καλό της παιδί δεν έσφιγγε ποτέ τα χείλη του με το μπάνιο, ακόμα κι όταν το παγωμένο νερό, ανακατεμένο με παλιό σαπούνι και λάδι, έπεφτε πάνω του σα δεκάδες κα

The Silent Suppers: The Fourth

     Η Γκόρμλα και ο Κρίστορ στάθηκαν στην άκρη του δάσους και κοίταξαν προς τη διασταύρωση του δρόμου που οδηγούσε στο χωριό, καμιά δεκαριά βήματα μακριά τους. Κρατούσαν σφιχτά στο ένα τους χέρι τα μεγάλα, καινούρια, αναμμένα τους φανάρια, από φρέσκο στομαχόδερμα, που τους έκαναν δώρο οι χωριανοί. Είχαν χώσει στις μασχάλες και στις μεγάλες τσέπες των λιωμένων, μάλλινων παλτών τους, διάφορα πουγκιά με φαγητά και ζεστό ποτό· δώρο κι αυτά. Με το άλλο τους χέρι, το ελεύθερο, χαιρετούσαν αργά τον κόσμο που κατέβαινε τον λόφο δίπλα στο δάσος, μετά το τέλος της γιορτής του Σάουιν. Δυο-τρεις οικογένειες τους κάλεσαν να κοιμηθούν στα σπίτια τους, μετά το δείπνο. Η Γκόρμλα και ο Κρίστορ αρνήθηκαν ευγενικά, όπως πάντα, αλλά δέχτηκαν τις κουβέρτες και τα μάλλινα που τους προσέφεραν αρκετοί· όπως και την επιπλέον πρόσκληση για ζεστό μπάνιο με σαπούνι σε κάποιο σπίτι, την επόμενη μέρα.      Μόλις το πλήθος απομακρύνθηκε, τα δυο παιδιά γύρισαν και ξεκίνησαν να περπατούν ανάμεσα στα ψηλά, γυμνά δέντρ

The Silent Suppers: The Third

     Ο Μπρέντον μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέρρευσε αργά στο πάτωμα, προσέχοντας μόνο να μην αναποδογυρίσει το φανάρι του από τη γιορτή του Σάουιν. Κοίταξε το στρωμένο τραπέζι γι’απόψε, που είχε έρθει και του είχε ετοιμάσει η αδελφή του πριν φύγει πάλι για το δικό της χωριό και το δικό της σπίτι. Τον είχε καλέσει να φάει μαζί τους, αλλά ο Μπρέντον δεν ήθελε. Προτιμούσε να μείνει μόνος με τη Ντέρβιλα.      Σηκώθηκε και περπάτησε με σιγουριά μέσα στο σκοτεινό σπίτι. Έφτασε στο τζάκι και άναψε τη φωτιά με την ιερή φλόγα από τη γιορτή. Ο χώρος, σαν άδειο κουφάρι πριν, γέμισε έπιπλα και αντικείμενα, σκιές που τρεμόπαιζαν γύρω του, αναμνήσεις που όρμησαν καταπάνω του.      Το ζωγραφισμένο βρυσάκι πάνω από την πέτρινη γούρνα στην κουζίνα. Οι κεντημένες πετσέτες της δίπλα στον ξυλόφουρνο. Το μπουκαλάκι με το λάδι της λεβάντας, που άπλωνε στο σώμα της μετά το μπάνιο. Το κρεβάτι τους παραπέρα, καλυμμένο με το χοντρό πάπλωμα που της είχε φτιάξει, δώρο για τα τελευταία της γ

The Silent Suppers: The Second

     Η Άσλινγκ επιθεώρησε με περηφάνια το τραπέζι που είχε ετοιμάσει για το δείπνο. Το σερβίτσιο του μπαμπά στην κορυφή του τραπεζιού και της μαμάς στα δεξιά του. Το δικό της στ’αριστερά του και του Μπρίαν απέναντί του. Η μεγαλύτερη κανάτα του σπιτιού ήταν γεμάτη ζεστό ζύθο. Η πιατέλα με τα παστά κρέατα βρισκόταν φορτωμένη στο κέντρο και γύρω της μικρές γαβάθες με διάφορα συνοδευτικά. Μία με βραστές πατάτες, καλοβουτυρωμένες και ξινές, όπως άρεσαν του Μπρίαν. Μία με ψητά, πικάντικα φασόλια, λιωμένα σε παχύρευστο χυλό, για τη μαμά. Μια τρίτη για το μπαμπά, με άγριο ρύζι και κουκουνάρι. Άλλη μία, με δυο-τρία αχνιστά κάστανα, που λάτρευαν οι γονείς της και που είχε βρει πανάκριβα από έναν έμπορο, περαστικό από το χωριό – και είχε ξοδέψει όλες της τις οικονομίες για να τα αγοράσει, μήπως και τους έκανε λίγο να χαμογελάσουν. Και τέλος, μια άδεια γαβάθα στην άκρη του τραπεζιού· για τα άγρια ραπανάκια που είχε υποσχεθεί να της φέρει ο μπαμπάς από την αγορά της πόλης, πριν γυρίσει από τη δουλε

The Silent Suppers: The First

     Ο Μπέρτλα έβγαλε, πολύ προσεκτικά, το φαρδύ, ξύλινο κύπελο από το ντουλάπι. Το κουβάλησε, πολύ προσεκτικά μέχρι το κέντρο του μονόχωρου σπιτιού. Το ακούμπησε πολύ προσεκτικά πάνω στο στρωμένο τραπέζι· μπροστά στη θέση δεξιά από τη δική του. Το στριφογύρισε λίγο, μέχρι που είδε το παιδικό σχέδιο, που είχε χαράξει επάνω του πριν χρόνια· και έμεινε για λίγο να το κοιτάζει, σα χαμένος. Σήκωσε το χέρι του αργά και πλησίασε τα ακροδάχτυλά του στο χείλος του κύπελου, στο σημείο που το ξύλο είχε φαγωθεί – κυριολεκτικά – από εκατοντάδες, επαναλαμβανόμενα, νευρικά δαγκώματα. Χάιδεψε το σημείο και το χέρι του άρχισε να τρέμει, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και μακρινές, χαμένες πια εικόνες.      Ένα σύρσιμο ακούστηκε από την άλλη πλευρά, εκεί που βρίσκονταν τα κρεβάτια. Ο Μπέρτλα μάζεψε το χέρι του γρήγορα, χτυπώντας το καταλάθος στο τραπέζι. Το έχωσε βιαστικά στη τσέπη του μάλλινου γιλέκου του και κατάπιε τον ξαφνικό πόνο χωρίς κόπο, χωρίς καν να το σκεφτεί. Σχεδόν γρύλισε, ακούγοντας τον πατ